31 Οκτ 2009

Απο την Πόλη έρχομαι


Φέτος είναι η χρονιά της Τουρκίας στη Γαλλία. Αυτό σημαίνει εκθέσεις, διαλέξεις, συναυλίες και γενικά άπειρες εκδηλώσεις με άξονα την Τουρκία. Στο πλαίσιο αυτής της υπερδραστηριότητας εντάσσεται και η έκθεση στο Grand Palais “De Byzance à Istanbul”, την οποία μπορείτε να δείτε μέχρι τις 25 Γενάρη.

Η έκθεση είναι αρκετά ενδιαφέρουσα. Έχει γύρω στα 300 εκθέματα από 14 μουσεία και «εξιστορεί» χρονολογικά την ιστορία της Πόλης από την εποχή του Βύζα μέχρι σήμερα. Τόσοι αιώνες βέβαια δεν χωράνε σε λίγα εκθέματα, τα περισσότερα έχουν μια μάλλον συμβολική αξία για την συνέχεια και την εξέλιξη της πόλης. Και βέβαια, φαίνονται αρκετά φτωχά σε σχέση με τις εντυπωσιακές συλλογές των μουσείων απ’τα οποία προέρχονται.

Παρόλ’αυτά, το στήσιμο είναι πολύ ωραίο. Ο εκθεσιακός χώρος βρίσκεται στο ημίφως, με έντονους προβολείς μόνο πάνω στα εκθέματα, η χρονική διαδοχή είναι απολύτως ξεκάθαρη, και οι επεξηγήσεις σαφείς και λιτές. Πλην όμως, η έκθεση δεν ξεφεύγει από τα συνήθη προβλήματα παρόμοιων εκθέσεων: το όλο θέμα είναι λίγο ξεκομμένο από τον περιβάλλοντα χώρο. Αν δεν έχεις ιδέα δλδ από την ιστορία της Πόλης, δεν μαθαίνεις και πολλά πράγματα, απλώς βλέπεις πέτρες και αρχαία. Αν δεν ξέρεις ήδη τι είναι το εικονοστάσι, η σουλτανική τούγρα, τα μοναχικά χειρόγραφα, δεν έχεις καμία πιθανότητα να καταλάβεις σε τι χρησιμεύουν τα αντίστοιχα εκθέματα. Το δεύτερο σημείο που μου χτύπησε ως τρομερή προχειρότητα ήταν οι επεξηγηματικές ταμπέλες. Στον βωμό της απλότητας, θυσίαζαν ακόμα και την στοιχειωδέστερη ιστορία. Το 1453 λ.χ. πολεμούσαν οι Έλληνες τους Τούρκους. Ό,τι προσπαθούμε να καταργήσουμε στα σχολεία ως παιδαριώδες δλδ, το αναπαράγουν ιστορικοί που στήνουν τέτοιες εκθέσεις. Άλλο η απλοποίηση για το ευρύ κοινό κι άλλο η παραποίηση της ιστορίας.

Και αυτό που με προβλημάτισε περισσότερο ήταν μια θεματική που επιγραφόταν «Η καθημερινή ζωή των Κων/λιτών» και αναφερόταν στον 18ο-19ο. Στη βιτρίνα είχε χειροποίητα πορσελάνινα σερβίτσια, κοσμηματοθήκες με πολύτιμους λίθους, κεντητά καφτάνια και άλλα αντίστοιχα εκθέματα. Σε ποιων ακριβώς την καθημερινή ζωή αναφερόταν η βιτρίνα (όπως και όλη η έκθεση άλλωστε) είναι σαφές. Της υψηλής κοινωνίας. Τι καταλαβαίνει όμως ο ανυποψίαστος επισκέπτης; Ότι όλη η Πόλη, από κτίσεως κόσμου μέχρι τον 19ο έτρωγε με χρυσά κουτάλια. Και αυτή η εικόνα είναι το μόνιμο θέμα των μουσείων, όχι μόνο του Grand Palais. Φεύγουμε όλοι με την εντύπωση ότι οι μεγάλες αυτοκρατορίες ορίζονται αποκλειστικά από τα πιο εντυπωσιακά έργα τέχνης, λες και κάνουμε επίδειξη του πιο περίλαμπρου δισκοπότηρου. Λες και το νόημα είναι να συγκρίνουμε το πιο περίτεχνο καλημαύχι με την πιο καλλιγραφική τούγρα. Αφήνουμε δλδ έξω από τη συζήτηση και την πολιτισμική παρουσίαση το 90% της κοινωνίας της κάθε εποχής. Προσοχή: το επιχείρημα δεν είναι καθόλου ότι πρέπει να αγνοήσουμε την υψηλή κουλτούρα της εκάστοτε άρχουσας τάξης, καθότι έτσι κι αλλιώς μας άφησε τα πιο έντονα ίχνη της εποχής. Μιας εποχής που δεν μπορούμε όμως να τη φανταστούμε διαφορετική, ούτε να την αναπαραστήσουμε μέσα από το πολύπλευρο πρίσμα των κοινωνικών και πολιτικών της αντιφάσεων.


Το μουσείο φυσικά και δεν πρωτοτυπεί με την επιλογή του αυτή. Το αντίθετο μάλιστα. Ακολουθεί την πεπατημένη των περισσότερων μουσείων του πλανήτη. Η επιλογή όμως της παρουσίασης των πιο αστραφτερών αντικειμένων δεν είναι ο μόνος πολιτισμός της κάθε εποχής. Μόνο που η τσακμακόπετρα (λέμε τώρα) ως το πιο κοινό χρηστικό εργαλείο μεταξύ του κόσμου, δεν ενδιαφέρει ούτε τους Τούρκους ούτε τους Ευρωπαίους σήμερα. Οι Τούρκοι αρέσκονται να παρουσιάζουν έναν πολιτισμό αντάξιο του ευρωπαϊκού, εμποτισμένου όμως με οριεντάλ στοιχεία που τον καθιστούν εξωτικό, και οι Ευρωπαίοι (οι Γάλλοι στην περίπτωση αυτή) διακατέχονται από την ίδια ανάγκη. Να «γνωρίσουν» έναν πολιτισμό που θα τους θαμπώσει από την πολυτέλεια και την υπερβολή, όπως ακριβώς προσμένουν όταν πάνε στις Βερσαλλίες, μόνο που τα μοτίβα του θα πρέπει να φέρουν τη σφραγίδα της Ανατολής για να τον αναγνωρίσουν και να τον εντάξουν στην ήδη υπάρχουσα εικόνα που έχουν γι’αυτόν: ένα σημείο αναφοράς που επιτρέπει στους μεν Ευρωπαίους να ορίσουν τη Δύση μέσα από αλλά και σε αντίθεση με την Ανατολή, στους δε Τούρκους να διεκδικήσουν την πατρότητα ενός μεγάλου πολιτισμού και να ξεφύγουν από τη ρετσινιά του φτωχού συγγενή των Ευρωπαίων. Και κατ’επέκταση να διεκδικήσουν μια θέση στην ΕΕ με (ψευδο)πολιτισμικά κριτήρια του χθες και όχι με την πολιτική βούληση του σήμερα.

Όλα αυτά είναι κατανοητά και μας επιτρέπουν να δούμε το πολιτικό εγχείρημα του παρόντος, που καθορίζει άλλωστε και την οπτική του παρελθόντος. Δεν μπορώ όμως να καταλάβω με ποιον τρόπο ακριβώς οι σχετικές εκδηλώσεις "προσφέρουν σε όλους την ευκαιρία να γνωρίσουν καλύτερα τον πολιτισμό της Τουρκίας", σύμφωνα με τις δηλώσεις των αξιότιμων Προέδρων της Δημοκρατίας Τουρκίας και Γαλλίας. Σε ποιον πολιτισμό απ'όλους αναφέρονται;

22 Οκτ 2009

Το τέλος της ζωής κι ο τελευταίος έρωτας


Ο Φράνσις Φουκουγιάμα, στο περίφημο βιβλίο του Το Τέλος της Ιστορίας κι ο Τελευταίος Άνθρωπος (The End of History and the Last Man), προφήτευε ότι μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού θα θριάμβευε παντού η ελεύθερη οικονομία κι η δημοκρατία και θα ζούσαμε εμείς καλά κι αυτός (με τα έσοδα του βιβλίου) καλύτερα. Θα είχε σημάνει δηλαδή το τέλος των συγκρούσεων, που θα ήταν και τέλος της Ιστορίας. Γιατί η Ιστορία μπορεί να είναι πολλά πράγματα, αλλά βαρετή δεν μπορεί να είναι. Χρειάζεται κάτι για να κινηθεί, κάτι να ταράξει τα νερά, και δεν χρειάζεται να είσαι μαρξιστής τη σήμερον ημέρα για να δεχτείς ότι αυτό το κάτι σημαίνει και συγκρούσεις. Φαντάζεστε μια Ιστορία χωρίς απολύτως καμία σύγκρουση, όπου όλοι συμφωνούν για το τι μέλλει γενέσθαι; Τι θα έγραφαν οι ιστορικοί; Ή θα έμεναν άνεργοι ή θα αναγκάζονταν να γεμίζουν τις σελίδες τους με μια αφήγηση τόσο συγκλονιστική όσο θα ήταν το ημερόλογιο ενός γιατρού χωρίς αρρώστους ή ενός δασκάλου με μαθητές-ρομπότ: «Σήμερα δίδαξα την προπαίδεια. Όλοι οι μαθητές την έμαθαν αμέσως. Προτίμησαν, αντί να βγουν διάλειμμα, να κάνουμε και τη διαίρεση. Συμφωνήσαμε αύριο να περάσουμε στα κλάσματα.» Η προφητεία του Φουκουγιάμα πάντως – ευτυχώς για τους ιστορικούς – δεν επαλήθευτηκε κι η Ιστορία συνεχίζει την πορεία της.


Παρατηρώ όμως εδώ και χρόνια ότι η θεωρία του βρίσκει πεδίο εφαρμογής σ’έναν εντελώς διαφορετικό τομέα: την εξιστόρηση της ανθρώπινης ζωής σε κάθε είδους ταινίες και σήριαλ, από κωμωδίες μέχρι δράματα περνώντας από τα μιούζικαλ και τις χολιγουντιανές περιπέτειες. Όλα λήγουν όπως στις παλιές ελληνικές ταινίες, ίσως μ’έναν λίγο πιο εκλεπτυσμένο τρόπο: η Βουγιουκλάκη παντρεύεται τον Παπαμιχαήλ, ο ήρωας της αστυνομικής περιπέτειας αποφασίζει ότι είναι ώρα να νοικοκυρευτεί κι εκδηλώνει τον έρωτά του στην όμορφη ντεντέκτιβ, στο τελευταίο επεισόδιο των γνωστών «Τριών Χαρίτων» κάθε μια από τις τρεις αδελφές βρίσκει το ταίρι της κ.ο.κ.. Και μετά η ιστορία τελειώνει. Ο θεατής μένει με την εντύπωση ότι η Βουγιουκλάκη κι ο Παπαμιχαήλ δεν θα ξανατσακωθούν από αστείες παρεξηγήσεις, ο ήρωας αστυνομικός θα σταματήσει ν’αναλάμβανει επικίνδυνες αποστολές κι η όμορφη ντεντέκτιβ του θα παραιτηθεί από τη δουλειά για να μεγαλώσει τα παιδιά τους, οι τρεις αδελφές δεν θα ξαναζήσουν σουρεαλιστικές περιπέτειες. Εν ολίγοις, η ζωή τελειώνει μαζί μ’αυτό τον τελευταίο – μοιραίο – έρωτα, και ζήσαν (ζήσαν, αλήθεια; ή θάφτηκαν ζωντανοί με το τηλεκοντρόλ στο χέρι;) αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


Δεν έχω, καταρχήν, τίποτα εναντίον του ρομαντισμού, αλλά στις κατάλληλες δόσεις και, κυρίως, στις κατάλληλες στιγμές. Ωραίο πράγμα ο έρωτας, κι όταν είμαστε ερωτευμένοι είναι φυσικό να θεωρούμε ότι έχουμε βρει το άλλο μας μισό κι ότι ο έρωτάς μας θα κρατήσει για πάντα (αυτή η αίσθηση του «για πάντα» είναι μάλιστα προϋπόθεση για να ερωτευτούμε). Αλλά άλλο αυτό, κι άλλο να μας παρουσιάζουν τον έρωτα σαν το τέλος της προσωπικής ιστορίας ενός ανθρώπου (ή μάλλον δύο ανθρώπων), σαν ολοκλήρωση του ανθρώπου, σαν αυτοσκοπό της ίδιας μας της ύπαρξης. Βέβαια, κι ολόκληρη η εικόνα του έρωτα που μας παρουσιάζουν ταινίες και σήριαλ είναι εντελώς διαστρεβλωμένη, αλλα αυτό είναι άλλο θέμα...


18 Οκτ 2009

5 βασικές ιστορικές γνώσεις


Δεν κάνουν κάτι λίστες τα περιοδικά λαϊφστάιλ με τίτλους του τύπου «οι 10 ωραιότερες Ελληνίδες», «10 καυτές στάσεις στο σεξ», «666 πράγματα που πρέπει να κάνεις πριν γίνεις 30» κι άλλα τέτοια; Ε, εγώ ετοίμασα μια λίστα με τα πέντε βασικά πράγματα που πρέπει να ξέρει κάποιος για την Ιστορία γενικά και για τη σύγχρονη ελληνική Ιστορία ειδικά.

Γιατί αυτό είναι, αγαπητοί συμπολίται, η βλακεία και η αμάθεια μάς έχουν περικυκλώσει! Ο ανεκδιήγητος αρχηγός εκείνου του γελοιωδέστατου κόμματος (βλ. στο τέλος της είδησης που θα βρείτε εδώ) μάς κάνει μάθημα ελληνικής ιστορίας! Όχι βέβαια ότι είναι η πρώτη φορά... Και το χειρότερο είναι ότι τα ίδια και χειρότερα ακούμε από παντού κι από τους πάντες, τα ίδια διδάσκονται τα έρμα τα παιδιά μας στο σχολείο – και συνήθως κι οι καθηγητές τους δεν ξέρουν κάτι άλλο (αν βάλεις φιλολόγους και παιδαγωγούς να διδάσκουν Ιστορία, χωρίς ούτε καν να τους παρέχεις ένα αξιοπρεπές βιβλίο, αυτό συμβαίνει βέβαια...). Και τα ίδια βέβαια ακούμε και διαβάζουμε να αναπαράγονται στις εφημερίδες, σε εκπομπές, στη λογοτεχνία (που τα τελευταία χρόνια τό’χει ρίξει πολύ στα ιστορικά μυθιστορήματα). Το τελευταίο που άκουσα είναι ότι το National Geographic δίνει στους αναγνώστες του την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» του Παπαρρηγόπουλου – έργο γραμμένο τον 19ο αιώνα, σπουδαίο για την εποχή του, αλλά γραμμένο ακριβώς με την ιστοριογραφική αντίληψη της εποχής του.


Το ταπεινό μας ιστολόγιο αποφάσισε λοιπόν να αναλάβει ρόλο παιδευτικό. Πέντε βασικά πράγματα, χρήσιμα για όλες τις περιστάσεις!


1. Η Ιστορία διδάσκει;

Όχι. Η Ιστορία μάς εξηγεί πώς φτάσαμε στο σημείο που φτάσαμε. Μαζί με άλλες επιστήμες (π.χ. κοινωνιολογία, ανθρωπολογία) προσπαθεί να δείξει πώς λειτουργεί η κοινωνία. Ούτε νουθετεί, ούτε μας δίνει «παραδείγματα» με τον τρόπο που τα εννοούσε η δασκάλα μας στο δημοτικό.


2. Η Ιστορία επαναλαμβάνεται;

Όχι. Μ’όλο τον σεβασμό στον Μαρξ, ούτε καν ως φάρσα. Μπορεί να ξανατεθεί ένα πρόβλημα που δεν είχε λυθεί οριστικά (όπως για παράδειγμα ξανατέθηκε το πρόβλημα των βαλκανικών εθνικισμών μετά το 1989), αλλά, ακόμα και σ’αυτή την περίπτωση, θα τεθεί με νέους όρους.


3. Υπάρχει συνέχεια στην ελληνική Ιστορία, ισχύει δηλαδή το σχήμα που διδασκόμαστε στο σχολείο, αρχαία Ελλάδα – Βυζάντιο – σύγχρονη Ελλάδα;

Όχι. Το σχήμα αυτό δημιουργήθηκε στα μέσα-τέλη του 19ου αιώνα από δύο σπουδαίους ιστορικούς, τον Σπ. Ζαμπέλιο και τον Κων. Παπαρρηγόπουλου. Και ήταν σπουδαίοι ακριβώς επειδή έκαναν αυτό ακριβώς που επέτασσε η εποχή τους: έφτιαξαν μια εθνική ιστορία, στην οποία μπόρεσε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος να βασίσει την εσωτερική του ενότητα και τις βλέψεις του για ενσωμάτωση νέων εδαφών και πληθυσμών, δηλαδή τη Μεγάλη Ιδέα. Επομένως, σπουδαίος ο Παπαρρηγόπουλος, αλλά η μελέτη του αφορά πια μόνο τους ειδικούς. Αν θέλετε να πάρετε την έκδοση που προσφέρει το National Geographic για να την έχετε στη βιβλιοθήκη σας σαν κειμήλιο ή μουσειακό είδος, πάρτε τη. Αλλά μην περιμένετε να μάθετε απ’αυτή την ελληνική Ιστορία.


4. Έπαιξε ρόλο η Εκκλησία στην «εθνική παλιγγενεσία»;

Όχι. Για την ακρίβεια, ακόμα κι η ερώτηση αυτή είναι λανθασμένη. «Εθνική παλιγγενεσία» (αναγέννηση του έθνους δηλαδή) δεν υπάρχει, για τον απλό λόγο ότι το έθνος είναι φαινόμενο του 18ου – 19ου αιώνα. Πιο πριν δεν υπήρχε, άρα ούτε να «ξαναγεννηθεί» μπορούσε, ούτε να «αφυπνιστεί». Η Εκκλησία δεν υπήρξε θεματοφύλακας του έθνους, γιατί έθνος με τη σύγχρονη έννοια δεν υπήρχε. Βοήθησε στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας, σίγουρα, όπως και της χριστιανικής πίστης, αλλά μέχρι εκεί. Η προετοιμασία για την Επανάσταση του 1821 (Διαφωτισμός, Φιλική Εταιρεία...) και η Επανάσταση έγιναν από λαϊκούς (λόγιους, εμπόρους...), μερικοί μάλιστα από τους οποίους ήταν αντικληρικαλιστές (ενάντια στο παπαδαριό σε απλά ελληνικά), όπως φαίνεται π.χ. από την «Ελληνική Νομαρχία» κι άλλα έργα του νεοελληνικού Διαφωτισμού και από τα επαναστατικά Συντάγματα. Άνθρωποι του κατώτερου κλήρου (δηλαδή ο παπα-Γιώργος που μένει εδώ πιο κάτω κι ο διάκος του) έλαβαν μέρος, αλλά μόνον ατομικά. Η Εκκλησία αφόρισε την Επανάσταση – Εκκλησία ήταν, φύσει και θέσει συντηρητικός θεσμός, και δεν έβλεπε με καλό μάτι τις ριζοσπαστικές αλλαγές (και τα έβρισκε και μια χαρά με την οθωμανική εξουσία). Είναι επίσης γνωστό και τεκμηριωμένο ότι κρυφό σχολειό δεν υπήρχε κι ούτε ορκίστηκαν οι οπλαρχηγοί στην Αγ. Λαύρα. Αφήστε δε που η Επανάσταση δεν έγινε στις 25 Μαρτίου αλλά στις 20 – διάλεξαν να τη γιορτάζουν στις 25 για να είναι 2 σε 1 με τον Ευαγγελισμό, όταν πια το ελληνικό κράτος επέλεξε να συνδεθεί με την εκκλησία. Αυτοί δε οι μύθοι περί ρόλου της Εκκλησίας μάς ήρθαν πακέτο με την εθνική ιστοριογραφία (βλ. πιο πάνω, Παπαρρηγόπουλος), για να υποστηριχθεί η Μεγάλη Ιδέα: αν αποδεικνυόταν ότι Έλληνες=Χριστιανοί, τότε και Χριστιανοί=Έλληνες, άρα Ορθόδοξοι Χριστιανοί υπόκοοι Οθωμανικής Αυτοκρατορίας = αλύτρωτοι Έλληνες, επομένως δώστε μας τη Σμύρνη και την Πόλη! [ορίστε! ωραιότατη εξίσωση! απορώ γιατί έπαιρνα 3 στην Άλγεβρα...]


5. Εξελίσσεται η επιστήμη της Ιστορίας;

Ναι. Λογικό είναι να πει κάποιος «τι διαφορά έχει αν θα διαβάσω τον Παπαρρηγόπουλο ή κάποιο πιο καινούριο βιβλίο ελληνικής Ιστορίας; Τα ίδια δεν θα λένε; Αφού δεν άλλαξαν τα γεγονότα εντωμεταξύ.» Σύμφωνοι, τα γεγονότα δεν αλλάζουν. Βγαίνουν όμως στην επιφάνεια καινούρια στοιχεία για τα γεγονότα, και κυρίως αλλάζει ο τρόπος που τα βλέπουμε και τα εντάσσουμε σ’ένα σύνολο για να τα νοηματοδοτήσουμε. Ένα βιβλίο με ξεπερασμένη ιστοριογραφική αντίληψη αποτελεί πια το ίδιο Ιστορία, δεν χρησιμεύει παρά μόνο στους ιστορικούς, κι ακόμα και σ’αυτούς μέχρι ένα σημείο. Ο ιστορικός πρέπει να ξέρει ιστοριογραφία (που μας λέει πώς γράφεται η Ιστορία και πώς καταλάβαιναν κι έγραφαν την Ιστορία παλιότερα). Αν όμως δεν το απαιτεί για πολύ ειδικούς λόγους το συγκεκριμένο αντικείμενο της έρευνάς του, δεν χρειάζεται να κάτσει να διαβάσει όλο τον Παπαρρηγόπουλο. Θα καθόταν σήμερα κάποιος να μάθει Μαθηματικά ή Φυσική από ένα βιβλίο του 19ου αιώνα; Δεν νομίζω, γιατί αν και οι βάσεις (κι εννοώ τα εντελώς βασικά, π.χ. ο νόμος της βαρύτητας) είναι γνωστά εδώ και δεκαετίες ή αιώνες (και δεν έχουν αλλάξει βέβαια), ένα απαρχαιωμένο βιβλίο και δεν θα τα παρουσιάζει με τον πιο ενδεδειγμένο τρόπο και δεν θα περιλαμβάνει τις πιο καινούριες γνώσεις. Δεν θέλω να υπερβάλω, αλλά ένα παρωχημένο βιβλίο Ιστόριας μού φαίνεται ότι κινδυνεύει να στραβώσει ακόμα περισσότερο αυτούς που θα προσπαθήσουν να μάθουν Ιστορία, απ'ό,τι ένα παλιό βιβλίο Μαθηματικών.


Αυτά λοιπόν. Όποιος σάς πει οτιδήποτε άλλο, μην τον ακούτε! Αντιτάξτε του αυτές τις πέντε απλές αλήθειες και επικαλεστείτε με: «τα διάβασα στο ίντερνετ, από το κουπέπι, που είναι πολύ καλή κοπέλα και μορφωμένη – φαίνεται!» (Κι αν τον πείσετε να μου το πείτε...) Κι όσοι έχετε παιδιά, κολλήστε τη λίστα πάνω στο ψυγείο να τη βλέπει, μπας και σωθεί το σπάχνο σας από την πλύση εγκεφάλου του σχολείου!


Μπόνους τρακ: 2 τίτλοι (εντελώς ενδεικτικά) για τον ελληνικό 19ο αιώνα:

Αλέξης Πολίτης, Ρομαντικά Χρόνια. Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, Ε.Μ.Ν.Ε.-Μνήμων, Αθήνα 2003 (3η έκδοση)

Έλλη Σκοπετέα, Το Πρότυπο Βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του Εθνικού Προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Πολύτυπο, Αθήνα 1988


Κι ένα για τη σχέση κράτους - εκκλησίας (έχει κι ένα ιστορικό κομμάτι, οπότε ενδείκνυται για όσους θέλουν να καταλάβουν τα βασικά πράγματα, αλλά βαριούνται τα βιβλία Ιστορίας):

Αντώνης Μανιτάκης, Οι Σχέσεις της Εκκλησίας με το Κράτος-έθνος. Στη Σκιά των Ταυτοτήτων, Νεφέλη, Αθήνα 2000


13 Οκτ 2009

Eμπρός στον δρόμο που χάραξε η France Télécom!


Προσοχή: παραπλανητικός τίτλος ποστ. Όχι, δεν πρόκειται για την France Télécom, για την Poste πρόκειται. Ήγουν, τα γαλλικό ταχυδρομείο. Ήμουν έτοιμη να υιοθετήσω την πρόταση του έτερου κουπεπκιού, ‘ένα ποστ για την Poste’, ήθελα όμως να κάνω τη σύνδεση. Τι σχέση έχει η France Télécom θα μου πείτε. Δυστυχώς, μεγαλύτερη απ’όσο φαίνεται εν πρώτοις. Για να μην πω ότι μιλάμε για βίους παράλληλους. Εδώ και χρόνια έχει δρομολογηθεί η διαδικασία ιδιωτικοποίησης της Poste, τώρα όμως έχουμε φτάσει στην τελική ευθεία. Και ξεμπλέκω αμέσως το κουβάρι.

Τα γεγονότα: Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια δημόσια υπηρεσία στη Γαλλία ονόματι PTT (Poste, téléphone, télécommunication), η οποία το 1990 χωρίστηκε στα δύο, στην France Télécom, αρμόδια για την τηλεφωνία και την Poste, για το ταχυδρομείο. Το 1996 η France Télécom γίνεται Ανώνυμη Εταιρεία και τον επόμενο χρόνο εισάγεται στο Χρηματιστήριο. Το 2005 η κρατική συμμετοχή πέφτει κάτω από το 50%. Στις αρχές του 2000, λίγα χρόνια μετά την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, η France Télécom, λόγω τυχοδιωκτικών επενδυτικών επιλογών, αποτελεί μια από τις πιο χρεωμένες επιχειρήσεις παγκοσμίως, με χρέος 70 δις ευρώ - μια επιχείρηση επικερδής όσο παρέμενε δημόσια. Σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, το 2005 εφαρμόστηκε μια πολιτική δραστικής περικοπής των δαπανών, γεγονός που σήμαινε την επιτάχυνση μιας βάναυσης αναδιοργάνωσης της επιχείρησης. Και σε διάστημα λίγων μηνών, από το 2008 μέχρι σήμερα, η France Télécom μετράει 24 αυτοκτονίες υπαλλήλων στο ενεργητικό της, λόγω τρομακτικής εργασιακής πίεσης (βλ. υπαλλήλους που από τεχνικοί έγιναν πλασιέ πακέτων τηλεφωνίας και πληρώνονται με το κομμάτι, μετακινήσεις εργασιακού πληθυσμού ανάλογα με τις ανάγκες της εταιρείας, απολύσεις κλπ). Αυτά για τον βίο και την πολιτεία της France Télécom.

Τι απέγινε η Poste; Τίποτα το τρομακτικό. Μέχρι στιγμής είναι ακόμα EPIC. και αυτό δεν σημαίνει επική (απογοήτευση για τους φαν του Γκας Πορτοκάλος), αλλά établissement public à caractère industriel et commercial, ήτοι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το οποίο έχει σκοπό την διαχείριση μιας δημόσιας υπηρεσίας, εν προκειμένω του ταχυδρομείου. Τα θεμέλια του δημοσίου όμως τρίζουν. Η κυβέρνηση Σαρκοζί έχει προτείνει από το 2008 την σταδιακή ιδιωτικοποίηση της Poste, όχι ακριβώς μ’αυτόν τον όρο, πάντως εντελώς μ’αυτή την κατάληξη. Ο νέος υπουργός βιομηχανίας Christian Estrosi δήλωσε στη France Info ότι η αλλαγή του νομικού πλαισίου είναι υποχρέωση που προκύπτει από ντιρεκτίβα της ΕΕ του 1997. Ένα κείμενο προτάθηκε στο υπουργικό συμβούλιο τέλη Ιουλίου, ενώ το τελικό νομοσχέδιο περνάει τώρα από την Βουλή, με ουσιαστική πρόταση, για αρχή, την αλλαγή του νομικού καθεστώτος της Poste, από EPIC σε ανώνυμη εταιρεία. Τη συνέχεια δεν χρειάζεται να την γράψω, ακόμα και οι λιγότερο ευφάνταστοι τη βλέπουμε σαν «προσεχώς» στο σινεμά...Εναντίον αυτής της μετατροπής κινήθηκαν τα συνδικάτα της Poste, αλλά και πολλοί άλλοι φορείς, οι οποίοι διοργάνωσαν από κοινού άτυπο δημοψήφισμα στις 3 Οκτωβρίου. Αποτέλεσμα: πάνω από δύο εκατομμύρια κάτοικοι Γαλλίας (δεν λέω Γάλλοι για να ακριβολογώ, φαντάζομαι δεν ήμουν η μόνη μη-Γαλλίδα που συμμετείχε) ψήφισαν υπέρ της διατήρησης του σημερινού στάτους της εταιρείας. Εδώ τι ζητάνε τα συνδικάτα, οι οργανώσεις και τα πολιτικά κόμματα που διοργάνωσαν το δημοψήφισμα.


Πόσο επιβεβλημένα και μονόδρομος είναι όμως όλα αυτά;

Όλα τα επιχειρήματα (ακόμα και τα πιο νεοφιλελεύθερα) έχουν μια βάση. Από εκεί όμως ως τη συνολική αλήθεια που ισχυρίζονται ότι κομίζουν, η απόσταση είναι μεγάλη. Ας δούμε 4 από τα πιο κοινότοπα επιχειρήματα ή μισές αλήθειες, ή εν τέλει μύθους της υπόθεσης.

1. Οι Βρυξέλλες μας επιβάλλουν την αλλαγή στάτους: Ο νέος υπουργός βιομηχανίας Christian Estrosi δήλωσε στη France Info ότι η αλλαγή του νομικού πλαισίου είναι υποχρέωση που προκύπτει από ντιρεκτίβα της ΕΕ του 1997. Αυτό που λέει στην πραγματικότητα η ευρωπαϊκή οδηγία είναι ότι η αγορά των ευρωπαϊκών ταχυδρομείων θα ανοίξει στον ανταγωνισμό το 2011. Αυτό που καταλαβαίνω εγώ είναι ότι η ελεύθερη αγορά θα επιτρέψει και την συμμετοχή ιδωτικών εταιρειών στις υπηρεσίες που σήμερα προσφέρουν σε κάθε χώρα τα ταχυδρομεία. Για υποχρέωση ιδιωτικοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών ούτε κουβέντα. Από πού προκύπτει το υπόλοιπο, δεν μπορώ να το καταλάβω ούτε καν με την καλοπροαίρετη διάθεσή μου να δικαιολογήσω τον υπουργό ως παρανοήσαντα την οδηγία.

2. Τα ταμεία του κράτους είναι άδεια (καλά, συμβαίνουν κι αλλού αυτά;), δεν μπορούμε να συντηρούμε επ’απειρον τους δημοσίους υπαλλήλους: σε αντίθεση με άλλες δημόσιες εταιρείες η Poste πόρρω απέχει από το να είναι ελλειματική. Κατέγραψε 800 εκ. ευρώ κέρδη το 2006, 1 δις το 2007, 520 εκ. το 2008 και 388 εκ. το πρώτο εξάμηνο του 2009. Κατά συνέπεια, οι ταχυδρομικοί δεν κοστίζουν ούτε ευρώ στον κρατικό προϋπολογισμό. Το χρέος που έχει η εταιρεία αυτή τη στιγμή (γύρω στα 5,8 δις) δεν προέρχεται από τους μισθούς των υπαλλήλων, αλλά κυρίως από έξοδα που σχετίζονται με δημόσιες υπηρεσίες τα οποία αναλαμβάνει η Poste για λογαριασμό του κράτους: 260 εκ ετησίως για να διατηρηθούν γραφεία σε μη κερδοφόρους τομείς, 500 εκ επιχορήγηση στον τύπο κα. Από τη μια λοιπόν το κράτος «φορτώνει» την Poste με δικά του έξοδα, από την άλλη την κατηγορεί για ανορθολογική διαχείριση.


3. Δεν πρόκειται για ιδιωτικοποίηση, αλλά για ανώνυμη εταιρεία με 100% κρατικά κεφάλαια: ανώνυμη εταιρεία και κρατικά κεφάλαια ταυτόχρονα μου ακούγεται εντελώς αντιφατικό από μόνο του. Τι νόημα έχει άλλωστε η Α.Ε. αν δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ιδιωτικά κεφάλαια; Μήπως μπορεί να μας διαφωτίσει κάποιος νομικός επ’αυτού; Αυτό το 100% κρατικά κεφάλαια επίσης μπάζει από παντού. Θεωρητικά δηλαδή, θα μπορούν να επενδύσουν εταιρείες οι οποίες είναι κατά πλειοψηφία κρατικές...και ιδιωτικοποιούνται πριν αλέκτωρ λαλήσαι. Ή ακόμα και ιδιωτικά τμήματα δημόσιων συνολικά εταιρειών (όπως έχει η γαλλική ΔΕΗ). Όποιος δηλαδή δεν επιτρέπεται να μπει από την πόρτα, θα εισβάλει από το παράθυρο.

4. Η Poste θα παραμείνει δημόσια υπηρεσία, συνεχίζοντας απρόσκοπτα τις εργασίες της: ό,τι ακριβώς έκανε και η γαλλική ΔΕΗ που λέγαμε πιο πάνω ή η France Télécom, για τις οποίες έλεγαν ακριβώς, μα ακριβώς τα ίδια. Δίνω ένα τελευταίο παράδειγμα για να μην επαναλαμβάνομαι. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με την εταιρεία φυσικού αερίου. Το 2004 άνοιξε στο ιδιωτικό κεφάλαιο και ο ίδιος ο Σαρκοζί ψήφισε νόμο με τον οποίο απαγορευόταν να πέσει η κρατική συμμετοχή κάτω από 70%. Το 2006 η ίδια κυβέρνηση τροποποίησε τον νόμο για να επιτραπεί η συγχώνευση με μια άλλη εταιρεία. Αποτέλεσμα: Σήμερα το κράτος έχει το 34% των μετοχών της νέας εταιρείας.

Δεν ξέρω πόσο λογικά ακούγονται όλα αυτά, εγώ πάντως συμπέρασμα δεν μπορώ να βγάλω. Όταν το πείραμα της ιδιωτικοποίησης έχει δοκιμαστεί με απόλυτη (και εφεξής εγγυημένη) αποτυχία, ποια είναι ακριβώς τα επιχειρήματα που πείθουν ακόμα τους νεοφιλελεύθερους για τον πολλαπλασιασμό των παραδειγμάτων στο διηνεκές; Επειδή στ’αλήθεια απαντήσεις δεν έχω (εδώ είδα κι έπαθα να βγάλω άκρη με τα γεγονότα), θα συνταχθώ με το σύνθημα που είδα σ’ένα πανό "Le service public : le patrimoine de ceux qui n'ont rien" (Δημόσια υπηρεσία: η κληρονομιά αυτών που δεν έχουν τίποτα).

ΥΓ. Είχα καλές προθέσεις, αλλά τελικά δεν το γλίτωσα το σεντόνι...


1 Οκτ 2009

H μαγική βραδιά


Άλλο ποστ είχα ξεκινήσει να γράφω στο τιμημένο τούτο βλογ, άλλο θα αναρτήσω τελικά. Μετά τον άρτο, τα θεάματα. Δεν μπορώ να μη μιλήσω για την εξαιρετική παράσταση που είδα χθες βράδυ στο θέατρο του Chatelet: ήταν ο Μαγικός Αυλός του Μότσαρτ. Σιγά τα ωά, θα μου πείτε. Ένας μουρλός που περιφέρεται ασκόπως, ερωτεύεται από φωτογραφία μια χαζοχαρούμενη πριγκήπισσα, και μετά από πολλές κατάρες, μάγισσες και ξωτικά, βασίλισσες της νύχτας, ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς νυσταλέα. Και όμως, αυτό το σενάριο για γέλια, όπως αυτό που έχουν δλδ οι περισσότερες όπερες του 18ου, μεταμορφώθηκε με την αξιοσημείωτη σκηνοθεσία του Jean-Paul Scarpitta, η οποία επέτρεψε στους τραγουδιστές να αναδείξουν το πραγματικά εντυπωσιακό εύρος της φωνής τους και στους θεατές να συγκεντρωθούν σ’αυτό. Για μια γεύση, εδώ.

Την υπόθεση την ήξερα, τη μουσική επίσης. Όχι τόσο λόγω κλασικής παιδείας (πόρρω απείχα στα νιάτα μου), αλλά γιατί πρόκειται για όπερα για αρχάριους, ιδιότητα η οποία με οδήγησε να δω την ίδια ακριβώς όπερα πριν χρόνια στο Βερολίνο. Τότε όμως είδα μια κλασική όπερα, με τα μεγαλοπρεπή της σκηνικά, τους πολυελαίους της, τα φαντασμαγορικά της κοστούμια και ό,τι άλλο συνεπάγεται μια υπερπαραγωγή (η Ζωζώ Σαπουντζάκη στην κορυφή έλειπε μόνο, αλλά τους συγχώρεσα γιατί είχε όλα τα υπόλοιπα). Χθες είδα μια παράσταση μίνιμαλ. Μέχρι χθες ήμουν φαν του είδους σε άλλες εκφάνσεις του: στη ζωγραφική, στην αρχιτεκτονική, στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Από χθες είμαι του μίνιμαλ και στην όπερα. Εντάξει, δεν ξέρω αν η μίνιμαλ σκηνοθεσία μπορεί να έχει καθολική ισχύ στο συγκεκριμένο θέμα, αυτό που είδα πάντως με ενθουσίασε. Πομπώδη ήταν μόνο κάποια κοστούμια, εντελώς επιλεκτικά και όχι των πρωταγωνιστών, η σκηνή είχε τη λιγότερα δυνατή διακόσμηση, κάποια σκηνοθετικά ευρήματα όπως ο αυλός που ίπταται και οι τρεις νεαροί βοηθοί του Ταμίνο που εμφανίζονται μόνο πάνω σε μια κούνια, δημιουργούσαν επαρκώς την αίσθηση του ονειρικού και του παραμυθιού, χωρίς να χρειάζονται σκηνικά με πούλιες και πλουμίδια. Ακόμη και ο διακριτικός φωτισμός βοηθούσε, αν και αυτό είναι το μόνο σημείο που με βρίσκει κάπως αντίθετη: σε έντονες σκηνές όπως η τελευταία, δεν χρησίμευε σε τίποτα η μονότονη παρουσία ενός μόνο προβολέα. Εκεί θα ήθελα Licht, mehr Licht, που έλεγε κι ο Γκαίτε.


Έτερο ευφάνταστο και ιδιαίτερα βολικό σκηνοθετικό εύρημα ήταν δύο ηθποποιοί-αφηγητές, οι οποίοι «έδεναν» πολύ χαριτωμένα κάποιες σκηνές για τον όχι και τόσο διαβασμένο θεατή. Το ότι μιλούσαν γαλλικά ξεκούραζε κάπως το μάτι από τους αντιπαθείς πλην απαραίτητους υπέρτιτλους.

Το τελευταίο που με ενθουσίασε, μπορώ να πω, ήταν η φύση της παράστασης. Δεν επρόκειτο για κανονική παράσταση, αλλά για πρόβα τζενεράλε. Εδώ υπάρχει το εξής ωραίο έθιμο: η πρόβα τζενεράλε μοιάζει με συμβατική παράσταση αλλά δεν είναι: οι τραγουδιστές εμφανίζονται κανονικά με τα κοστούμια τους, τα σκηνικά είναι όλα στημένα, οι μουσικοί παίζουν κανονικά (μόνο που δεν είναι ντυμένοι επίσημα), αλλά το θέαμα παραμένει ανοιχτό στο κοινό, με μειωμένα ή/και δωρεάν εισιτήρια, χωρίς αριθμημένες θέσεις, και με την πιθανότητα να διακόψει είτε ο μαέστρος είτε ο σκηνοθέτης όπου έχει παρατηρήσεις. Οι τραγουδιστές δε, έχουν δικαίωμα να μην εξαντλούν τα όρια της φωνής τους, αν υπάρχει λόγος. Αυτό έγινε και χθες. Ένα από τους πρωταγωνιστές δήλωσε κρυωμένος και τραγούδησε ελαφρώς πιο χαμηλόφωνα απ’οσο στην κανονική παράσταση.

Το πιο ωραίο όμως ήταν στην αρχή, όταν εκατοντάδες άνθρωποι, με τα καλά τους, διάφοροι φρεσκοσιδερωμένοι μεσήλικες και φτιασιδωμένες κυριούλες (αντιμετωπίζεται σαν κανονική παράσταση είπαμε), έτρεχαν αλλόφρονες να προλάβουν μια θέση λες και βρίσκονταν σε αστικό λεωφορείο που αναχωρεί! Αυτό το θέαμα με ενθουσίασε. Εκατοντάδες άνθρωποι να τρέχουν μέσα στο υπερπολυτελές θέατρο, σαν παιδιά που κυνηγιούνται και επιτέλους παύουν να παίρνουν τον χώρο και τον ρόλο τους στα σοβαρά. Και στη διάρκεια του έργου φάνηκε αυτό. Αυθόρμητα χειροκροτήματα και επευφημίες στις καλές ερμηνείες, γέλια τρανταχτά στις αστείες και μια αίσθηση γενικής συμμετοχής. Φαντάζομαι ότι κάπως έτσι θα ήταν και τα λαϊκό κοινό στο οποίο απευθυνόταν η όπερα τον 18ο. Αυθόρμητοι άνθρωποι που πήγαιναν στην όπερα για να διασκεδάσουν, ακόμα και για να τραγουδήσουν, όχι για να υποφέρουν από τρεις ώρες πλήρους ακινησίας και αλαλίας. Μπορεί λοιπόν η κλασική μουσική να βιωθεί και λίγο πιο εναλλακτικά, κι αυτή την προσέγγιση την οφείλω στην χθεσινή παράσταση.