24 Δεκ 2009

Πολλές ευχές, από την κατσαρόλα με αγάπη!


Ανάμεσα σε coquilles St-Jacques του ενός κουπεπκιού (με συνταγή από το ιντερνέτι παρακαλώ!) και bœuf bourguignon του άλλου... τα κουπέπκια τύλιξαν επίσης και βαλίτσες! Και φεύγουν για την πολλοστή φαντασμαγορική κοινή εμφάνισή τους στο μυθικό, πολυθρύλητο Βερολίνο!

Γιορτάστε λοιπόν ό,τι θέλετε (Χριστούγεννα, Χάνουκα, τη Γιορτή του Μεγάλου Κουραμπιέ, την Επέτειο της Χοληστερίνης...), όπως ακριβώς θέλετε! Τα κουπέπκια θα γιορτάσουν ακόμα μια επανένωση στην πόλη όπου αρμόζει να γιορτάζει κανείς μια επανένωση!

Να σας πω την αλήθεια, δεν τρελαίνομαι κιόλας για γιορτές, και ιδίως για Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, και ιδίως στην Ελλάδα. Μου προκαλεί άγχος αυτό το κλίμα ότι πρέπει ντε και καλά να περάσουμε καλά κι όλη αυτή η προετοιμασία λες κι ετοιμαζόμαστε όλοι για χολυγουντιανό γάμο: τι θα φορέσουμε, πώς θα φτιάξουμε τα μαλλιά μας, σε ποιο σούπερ μέρος θα πάμε... Γι’αυτό χαίρομαι που θα είμαστε μαζί με το άλλο κουπέπι και κάπου πιο χαλαρά (πολύ πιο χαλαρά, τώρα που το σκέφτομαι). Κι αυτό έχω να προτείνω και σε εσάς: μην αγχωθείτε ότι πρέπει να περάσετε υπέροχα ειδικά αυτές τις μέρες (κι αν περνάτε δηλαδή καλά τις υπόλοιπες 364 μέρες του χρόνου κι όχι ειδικά την Πρωτοχρονιά τι πειράζει;) και κάντε ό,τι σας ευχαριστεί.







16 Δεκ 2009

Τα πιο ωραία πράγματα που μου έχουν πει

Δεν θυμάμαι πώς μου ήρθε. Α, ναι, θυμήθηκα: έγραψα ένα σχόλιο στο μπλογκ της Ρωξάνης και είπα ότι γράφω «καλαμαρο-κυπραίικα» - κι αμέσως θυμήθηκα την ατάκα «πουστοκαλαμαράες». Σκέφτηκα να γράψω – έτσι για να ευθυμήσουμε – τις δυο-τρεις πιο απίθανες ατάκες που μου έχουν πει ποτέ.

- Πουστοκαλαμαράες! (προφέρεται με χοντρό -σ-, σαν το αγγλικό sh)

Στα κυπριακά «καλαμαράδες» (μερικές φορές το -δ- δεν προφέρεται) είναι οι «εξ Ελλάδος», οι Ελλαδίτες. Τα δύο κουπέπκια λοιπόν, κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο νησί της Αφροδίτης (που παράγει φυσικά και τα ομώνυμα υποδήματα) συμμετείχαμε σε διάφορες δραστηριότητες. Στο πλαίσιο μιας από αυτές, μας ανατέθηκε μια φορά να γράψουμε μια ανακοίνωση/άποψη για ένα πολιτικό θέμα. Τη γράψαμε σε 10 λέπτα και τη δώσαμε στον υπεύθυνο «σύντροφο». Τη βλέπει λοιπόν κι αμέσως αναφωνεί «πουστοκαλαμαράες!». Πούστηδες καλαμαράδες δηλαδή, αλλά ήταν εντελώς χαϊδευτικό: ήθελε απλώς να πει ότι γράψαμε μάνι-μάνι μια πολύ καλή ανακοίνωση.

- Λεβέντη μου

Εγώ ετών 18 ή 19. Επισκέπτομαι φίλη που σπουδάζει στη Θεσσαλονίκη. Είχα τότε πολύ κοντά μαλλιά (αγορίστικα) κι ήμουνα πολύ αδύνατη. Είχε και ψοφόκρυο (Χριστούγεννα ήταν), και φόραγα τζην, χοντρό πουλόβερ και χοντρό μπουφάν. Πάω λοιπόν στο ψιλικατζίδικο να πάρω γάλα. Και μου λέει ο κύριος εκεί στο μαγαζί: «300 δραχμές λεβέντη μου».

- Μου θυμίζετε τη Χιονάτη

Μ’αυτή την πρόταση ένας Τούρκος κέρδισε το βραβείο της καλύτερης ατάκας όλου του χρόνου, ήδη από την πρώτη μέρα της χρονιάς. Παραμονή πρωτοχρονιάς, σ’ένα πάρτι το άκουσα αυτό. Μάλλον του θύμιζα τη Χιονάτη της ομώνυμης ταινίας του Ντίσνεϊ, γιατί φορούσα μακριά κόκκινη φούστα και μαύρη μπλούζα.

- Alçak!

Τώρα πώς να το μεταφράσω αυτό; Το τουρκο-ελληνικό λεξικό το δίνει «χαμερπής, ποταπός, κάθαρμα» - βρισιά είναι πάντως, κι αρκετά βαριά. Την τελευταία φορά που ήμουν στην Τουρκία με αποκάλεσε έτσι κάποιος που ξέρω, για να μου πει χαϊδευτικά κάτι του τύπου «γιατί δεν έρχεσαι πιο συχνά, alçak;» ή «να μας ειδοποιείς νωρίτερα όταν είναι να έρθεις, alçak». Κι αμέσως μου είπε: «ε, καταλαβαίνεις, δεν το χρησιμοποιώ σαν βρισιά...»


Αυτό νομίζω είναι και το νόημα: το τι μας λένε και το πώς μας αποκαλούν έχει να κάνει με το τι ακριβώς εννοεί αυτός που μας απευθύνεται έτσι. Αυτονόητο, θα μου πείτε: αλλιώς λες «μαλάκα» τον τύπο που παραβιάζει το στοπ και σε τρακάρει κι αλλιώς τον κολλητό σου («καλά είσαι ρε μαλάκα;»).

Συνηθώς μ’ενοχλεί να με αποκαλούν «κούκλα μου» ή «κοπελιά» στα καλά καθούμενα, αλλά και πάλι εξαρτάται από το ποιος και πώς το λέει. Συνήθως είναι κάτι συγκαταβατικό, ιδίως όταν στο λέει κάποιος άγνωστος τον οποίο συναστρέφεσαι επαγγελματικά: «στο άλλο ταμείο κοπελιά», «τι θες πάλι κούκλα μου;». Σε κάτι τέτοια ξυπνάει η φεμινίστρια μέσα μου και διαολίζομαι. Δεν έχω δει να λένε σε κάναν άντρα «τι θα πάρεις αγόρι μου;» ή «στον τρίτο να πας κούκλε, στο πρωτόκολλο» - εκτός κι αν τους τα λένε και δεν τα έχω ακούσει... Από την άλλη, έχω φίλους που με αποκαλούν «κούκλα μου» ή «κοπέλα μου» ή «κοπελιά» κι εκεί δεν με πειράζει. Απλώς, θεωρώ ότι χρειάζεται να έχεις μια οικειότητα με κάποιον για να χρησιμοποιείς τέτοια χαϊδευτικά.


Αυτά και τέρμα τα αστεία! Η επόμενη ανάρτηση θα είναι ένα κείμενο (λίγο μακροσκελές για μπλογκ, αλλά νομίζω καλό) που είχα γράψει για τις κινητοποιήσεις της Γαλλίας το 2006.

13 Δεκ 2009

Ν.Ε.Κ. (Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος)


Ένα μικρό σχόλιο για 2 ελληνικές ταινίες που είδα φέτος, τη Στρέλλα του Πάνου Κούτρα και τον Κυνόδοντα του Γιώργου Λάνθιμου. Οι ταινίες δεν σχετίζονται μεταξύ τους επουδενί και δεν πρόκειται να επιδοθώ σε κινηματογραφική κριτική εδώ. Κάποια πράγματα όμως θέλω να επισημάνω:


Α) Πρόκειται για την τελευταία δουλειά νεότατων σκηνοθετών, με άποψη, ιδιαίτερη ματιά στη ζωή και ενδιαφέρουσες θεματικές.


Β) Είναι και οι δύο low budget, ειδικά η Στρέλλα έγινε με δανεικά και με αρωγή φίλων και συγγενών. Το ελληνικό κράτος τής αρνήθηκε χρηματοδότηση με την αιτιολογία ότι το θέμα είναι περιορισμένο και δεν πρόκειται να αγγίξει το ευρύ κοινό. Το θέμα της ταινίας είναι η περιθωριακή ομάδα των τρανσέξουαλ στην Ελλάδα και δευτερευόντως οι αποφυλακισμένοι.


Γ) Επιλέχθηκαν και οι 2 για συμμετοχή σε διεθνή φεστιβάλ, στο Βερολίνο η μία, στις Κάννες η άλλη. Εντυπωσίασαν και στα 2 με τη συνοχή και τις έξοχες ερμηνείες είτε παγκοσμίως άγνωστων ηθοποιών είτε μη ηθοποιών. Η τρανσέξουαλ στη Στρέλλα είναι απλώς...τρανσέξουαλ και εμφανίζεται πρώτη φορά.


Δ) Με έκπληξη, με συγκίνηση σχεδόν διαπίστωσα ότι η διανομή τους εξασφαλίστηκε πρώτα στη Γαλλία και μετά στην Ελλάδα. Πρώτη φορά είδα σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο στο εξωτερικό, όχι στο πλαίσιο κάποιου φεστιβάλ, αλλά σε εμπορικούς κινηματογράφους, αντίστοιχους των village στην Ελλάδα. Μέχρι τώρα τον ελληνικό κινηματογράφο στο εξωτερικό τον είχαν εργολαβία ο Αγγελόπουλος και ο Γαβράς.


Ε) Πρώτη φορά πήγα με φίλους ξένους να τις δω και δεν ντράπηκα όταν βγήκαμε απ’την αίθουσα. Την τελευταία φορά που το αποτόλμησα ήταν με το «Λιβάδι που δακρύζει», και ο τότε συνοδός μου ακόμη το θυμάται ως τραυματική εμπειρία. Κι εγώ επίσης.


Ένα τελευταίο σχόλιο. Καμία από τις 2 ταινίες δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε αριστούργημα. Εμένα προσωπικά αυτό δε μου λέει τίποτα. Όπως κι από την άλλη πλευρά, τίποτα δε μου λένε οι διθυραμβικές κριτικές στον διεθνή τύπο. Τους ίδιους διθυράμβους γράφουν κάθε φορά και για τον Αγγελόπουλο και κλαίμε τα λεφτά μας (ναι κ2, το ξέρω ότι διαφωνείς). Χρόνια είχα να δω κάτι φρεσκο και αξιοπρεπές ταυτόχρονα, πέρα από τη μίζερη, εσωτερική αναζήτηση πλαστικών ηρώων που βγάζουν κάτι δήθεν ψαγμένο απλώς και μόνο γιατί είναι μίζεροι. Ή ακόμα χειρότερα, ταινίες που υμνούν οι κριτικοί γιατί είναι ακατάληπτες, άρα δεν μπορεί, κάτι θα θέλουν να μας πουν. Οι σκηνοθέτες αυτοί ξαναβγάζουν τον ελληνικό κινηματογράφο απ’την αφάνεια δυναμικά, ασχολούνται με θέματα που, αν και μπορεί να ξενίζουν το ευρύ κοινό, δεν το αφήνουν αδιάφορο. Και το κυριότερο: έχουν αρχή, μέση και τέλος, χωρίς όμως να επιβάλλουν στον θεατή την άποψή τους ή να τον κολλάνε στον τοίχο με την κοσμοθεωρία τους.


Μήπως ήρθε ο καιρός να μιλήσουμε για (ανα)γέννηση του ελληνικού κινηματογράφου;

9 Δεκ 2009

Ο περσινός Δεκέμβρης (και μερικές γενικότερες κι ίσως λίγο άσχετες σκέψεις)

(Συνέχεια από το προηγούμενο, κατά κάποιον τρόπο – βλ. επίσης κι εδώ το εξαιρετικό ποστ του Δύτη και τα σχετικά σχόλια)


Για μένα αυτό που δείχνει κάτι είναι η έλλειψη συγκεκριμένων αιτημάτων. Και η έλλειψη οργάνωσης με την οποία αυτή συνδέεται. Είναι αυτό που κάνει πολλούς συντηρητικούς σχολιαστές να λένε ότι ο περσινός Δεκέμβρης δεν αντιπροσώπευε τίποτα και δεν άφησε πίσω του τίποτα. Είναι κατά τη γνώμη μου παράλογο να λες κάτι τέτοιο. Παράλογο να αποδίδεις μια τέτοια έκρηξη μόνο και μόνο σε μερικούς «ταραξίες» και σε μια άνευ ουσιαστικού περιεχομένου αταβιστική ανάγκη της νεολαίας να εξεγερθεί – ή μάλλον να παίξει με κάποιο τρόπο ένα παιχνίδι εξέγερσης. Το να λες κάτι τέτοιο σημαίνει ότι υποτιμάς, ότι ηθελημένα παραγνωρίζεις και περιφρονείς, την κοινωνική δυναμική, ότι θεωρείς τον λαό εκ των προτέρων πολιτικά καθυστερημένο, αφού θεωρείς πως τόσος κόσμος ξεσπάει χωρίς λόγο. Όχι, για μένα τόσος κόσμος που βγαίνει στον δρόμο κάτι σημαίνει, κάτι πρέπει να σημαίνει.

Η αντίφαση: πολύς κόσμος στον δρόμο – κανένα συγκεκριμένο αίτημα – καμία άξια λόγου, ορατή συνέχεια των κινητοποιήσεων. Η λύση: για μένα ένα πράγμα δείχνει αυτή η αντίφαση. Δείχνει ότι πολύς κόσμος νιώθει την ανάγκη να διαδηλώσει, να διαμαρτυρηθεί για όλα αυτά που μας συμβαίνουν, αλλά δεν έχει τους δρόμους, δεν έχει τους τρόπους για να το κάνει. Με απλά λόγια, πρόκειται για μια κοινωνία δυσαρεστημένη μεν, ανοργάνωτη δε.


Αυτό, κατά τη γνώμη μου, εξηγεί – σ’ένα βαθμό τουλάχιστον – και την τυφλή οργή που εκφράστηκε με βία και καταστροφές. Σύμφωνοι, αυτοί που κατέφυγαν στη βία ήταν ένα πολύ μικρό ποσοστό αυτών που συνολικά διαδήλωναν. Υπήρξε όμως το κλίμα που επέτρεψε έστω σ’αυτό το μικρό ποσοστό να εκδηλωθεί βίαια: υπήρξε ανοχή από πολλούς σε ορισμένες βίαιες ενέργειες (π.χ. το σπάσιμο τζαμαριών τραπεζών) κι υπήρξε μια διάχυτη σε όλους αίσθηση ότι, είτε το θέλουν είτε όχι, υπάρχει γύρω τους βία (βία από την αστυνομία, βία κι ένταση στα πρόσωπα και τα συνθήματα των διαδηλωτών).

Η μορφή δε της βίας μού θύμισε – παρόλο που θεωρώ τούς τέτοιου είδους παραλληλισμούς ανιστόρητους – τη βία των εργατών πριν ακόμα δημιουργηθεί οργανωμένο εργατικό κίνημα ή τη βία των Σεπτεμβριανών, βία ενός τουρκικού λούμπεν προλεταριάτου το οποίο έπεισαν ότι εχθρός του ήταν οι – πλούσιοι ή θεωρούμενοι πλούσιοι – Έλληνες. Μια βία που είναι τυφλή επειδή αυτοί που την ασκούν δεν ξέρουν τι τους φταίει, δεν έχουν επεξεργαστεί την κατάστασή τους για να ξέρουν ποιος είναι υπεύθυνος γι’αυτή, δεν έχουν θέσει συγκεκριμένους στόχους / διεκδικήσεις ούτε κι έχουν οργανωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να διεκδικήσουν αποτελεσματικά χωρίς βία.

Η τυφλή καταστροφική βία των εργατών σταμάτησε όταν οργανώθηκε εργατικό κίνημα. Και διόλου ευκαταφρόνητες κατακτήσεις (το πόσο σημαντικές είναι αυτές οι κατακτήσεις το καταλαβαίνουμε πολύ καλά σήμερα, όταν μία μία χάνονται) των εργαζομένων επιτεύχθηκαν όταν υπήρχε οργανωμένο εργατικό κίνημα.

Στη δε Τουρκία, η νοοτροπία τραμπουκισμού που εκφράστηκε στα Σεπτεμβριανά δυστυχώς ακόμα δεν έχει εκλείψει, κι αυτό γιατί στην Τουρκία ποτέ το κράτος δεν επέτρεψε στην κοινωνία να οργανωθεί. Η τουρκική κοινωνία είχε αρχίσει να οργανώνεται αυτόνομα από το κράτος στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, και τότε πρώτα εξαπολύθηκαν εναντίον της όλοι οι μηχανισμοί του παρακράτους και μετά ήρθε η ταφόπλακα του πραξικοπήματος του 1980, του Συντάγματος που αυτό επέβαλε και του διεφθαρμένου νεοφιλελευθερισμού του Οζάλ. Έτσι, ακόμα και σήμερα, η οργή της τουρκικής κοινωνίας εκφράζεται μόνο με σπασμωδικές, βίαιες, τραμπουκικές έως φασιστικές ενέργειες, από τη δολοφονία του Χραντ Ντινκ ως τον λιθοβολισμό λεωφορείου με μέλη του φιλοκουρδικού κόμματος, ενέργειες που αντί να αλλάξουν κάτι προς το καλύτερο εμπεδώνουν την υπάρχουσα μορφή εξουσίας, βασίζοντάς τη στην καχυποψία.

Η ελληνική κοινωνία, σε αντίθεση με την τουρκική, έχει δείξει ότι μπορεί να οργανώνεται. Από τον τρόπο που συγκροτήθηκε εξαρχής το ελληνικό κράτος, χάρη σε μια Επανάσταση που στη συνέχεια έγινε κτήμα όλων των Ελλήνων ως Επανάσταση του ελληνικού έθνους, του ελληνικού λαού, υπήρξε εξαρχής η νομιμοποιητική βάση για λαϊκές / κοινωνικές διεκδικήσεις, κάτι που φάνηκε πολλές φορές, ιδίως στον 20ο αιώνα. Αυτός είναι ίσως ο λόγος για τον οποίο, παρόλο που και η Ελλάδα πέρασε δικτατορίες και διαφόρων ειδών «έκτακτες καταστάσεις» διόλου ενθαρρυντικές για τη δημοκρατία, ωστόσο η ελληνική κοινωνία παρέμεινε πολύ πιο δημοκρατική από την τουρκική και κατάφερε τελικά, έστω πολύ πρόσφατα, το 1974, κι έστω και με τους όποιους περιορισμούς κι αναπηρίες μπορεί να έχει, να έχει πάντως ένα καθεστώς δημοκρατικό κι ένα κράτος δικαίου.

Αυτός είναι κι ο λόγος για τον οποίο η περσινή δολοφονία ενός παιδιού, δηλαδή μια πράξη που παραβίαζε το αίσθημα των Ελλήνων πολιτών για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, προκάλεσε μια τέτοια αντίδραση (γιατί στην Τουρκία ανάλογα περιστατικά δεν προκαλούν απολύτως καμία αντίδραση). Προκάλεσε μια αντίδραση καταρχάς και καταρχήν εντελώς δημοκρατική, εντελώς μαζική, η οποία εξέφραζε δύο πράγματα: πρώτον, τον αποτροπιασμό της κοινωνίας, την ανάγκη της να δείξει ότι δεν σκοπεύει να ανεχτεί τέτοια περιστατικά ∙ δεύτερον, την ανάγκη τής κοινωνίας να δείξει ότι υπάρχει (αυτό που λέει πολύ ωραία ο Δύτης: «είμαστε εδώ κι εμείς: στην Ιστορία»), ότι φέρει ακόμα μέσα της τη δυναμική της οργάνωσης, της οργανωμένης αντίδρασης, ότι η εξουσία είναι, πρέπει να είναι, υπόλογη στην κοινωνία.


Αυτό ήταν το θετικό, το πολύ θετικό των περσινών γεγονότων. Στη συνέχεια όμως εμφανίστηκαν και τα αρνητικά: η τυφλή βία και η έλλειψη συγκεκριμένου στόχου και συνέχειας των κινητοποιήσεων. Εδώ φαίνεται ότι, ενώ η ελληνική κοινωνία έχει το αρχικό ένστικτο, έχει το υπόβαθρο που μπορεί να της επιτρέψει να οργανωθεί και να διεκδικήσει, ωστόσο αυτό δεν είναι αρκετό. Μετά από τόσα χρόνια απαξίωσης (σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένης) του συνδικαλισμού, απαξίωσης επιπλέον της πολιτικής και έλλειψης – ή ανεπάρκειας – οποιασδήποτε άλλης μορφής πολιτικής οργάνωσης, η ελληνική κοινωνία είναι πολιτικά ανοργάνωτη. Επιμέρους εργασιακοί χώροι οργανώνονται και διεκδικούν: ακούμε για απεργίες στην εταιρεία κινητής τηλεφωνίας Wind, για πορείες και διεκδικήσεις των κούριερ, όλοι πέρσι μάθαμε για τον συνδικαλισμό των εργαζομένων στην καθαριότητα. Ιδέες διακινούνται: σε Πανεπιστήμια, σε στέκια στα Εξάρχεια, στο ίντερνετ, ακούγονται και γράφονται ενδιαφέροντα πράγματα. Στην τέχνη: συνεχώς ακούμε για νέα πράγματα, για ομάδες που συστήνονται, για παραστάσεις, εκθέσεις και διαδικτυακούς ραδιοφωνικούς σταθμούς.

Όλα αυτά όμως δεν συνδέονται το ένα με το άλλο, μένουν κατά κάποιον τρόπο στο κενό, σε βαθμό που πολλοί απ’αυτούς που συμμετέχουν σ’αυτές τις προσπάθειες απογοητεύονται και ιδιωτεύουν. Πρόκειται δηλαδή για μια κοινωνία κατακερματισμένη, κι όχι μόνο επειδή, όπως συνηθίζουμε να λέμε, αυξάνονται οι κοινωνικές ανισότητες κι ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας (μετανάστες, νεόπτωχοι) περιθωριοποιείται. Η κοινωνία είναι κατακερματισμένη επειδή δεν υπάρχει κάτι να συνδέσει τις επιμέρους προσπάθειες κι αναζητήσεις σ’ένα συνεκτικό όλο. Κι αυτό το κάτι δεν είναι απαραιτήτως μια μεγάλη ιδεολογία, την οποία διατείνονται ότι αναζητούν οι «συνιστώσες» του ΣΥΡΙΖΑ και οι «τάσεις» του ΣΥΝ καθώς τσακώνονται μεταξύ τους για πράγματα που ποσώς ενδιαφέρουν την κοινωνία. Θα αρκούσε, αντί για μεγάλη ιδεολογία, μια συστηματική προσπάθεια να έρθουν όλες αυτές οι αναζητήσεις κοντά η μία στην άλλη, να οργανωθούν, να βρεθούν δύο ή τρία βασικά κοινά σημεία και να ξεκινήσουν οι κοινές διεκδικήσεις από εκεί. Κάτι τέτοιο θα αρκούσε για αρχή, θα αρκούσε για να συνειδητοποιήσουν όλα αυτά τα κομμάτια της κατακερματισμένης κοινωνίας ότι δεν μάχονται στο κενό, ότι με κάποιον συνομιλούν. Αν η Αριστερά κατάφερνε να κάνει κάτι τέτοιο, τότε ο περσινός Δεκέμβρης θα αποκτούσε και νόημα και συνέχεια.

5 Δεκ 2009

Ήταν 6 του Δεκέμβρη


Χρόνος κλείνει από την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, το γεγονός που πυροδότησε την μεγαλύτερη εξέγερση των τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα, τόσο μεγάλη που αυθόρμητα χαρακτηρίστηκε “Δεκεμβριανά”. Θέλω να καταθέσω μερικές σκόρπιες σκέψεις, καθώς ένας χρόνος είναι ένα ικανό διάστημα για να αναλογιστούμε τι μένει τελικά στο μυαλό μας από τον αναβρασμό στον οποίο συμμετείχαμε όλοι, εκόντες άκοντες. Γιατί υπάρχει η μία πλευρά που αντέδρασε, που κατέβηκε στους δρόμους και συμμετείχε ενεργά με όποιον τρόπο, ειρηνικό ή βίαιο, υπάρχει όμως και η σιωπηλή μερίδα που οχυρώθηκε σπίτι της και παρακολούθησε προβληματισμένη ή\και φοβισμένη τα γεγονότα να προλαβαίνουν τη σκέψη. Κανείς όμως δεν έμεινε αδιάφορος, κανείς δεν γύρισε την πλάτη του στα γεγονότα, καθώς σε καιρούς χαλεπούς δεν υπάρχει χώρος για ουδετερότητα. Όλοι αναγκάστηκαν να διαλέξουν στρατόπεδο. Κι αυτό από μόνο του δείχνει την έκταση, την ένταση και την χρονική συμπύκνωση που αποτυπώθηκε σε μια παρατεταμένη στιγμή.

Γιατί ασχολούμαστε έναν χρόνο μετά με τον Δεκέμβρη του 2008; Τι ήταν αυτό που συνέβη και θεωρούμε την ημερομηνία άξια αναφοράς; Ιδού κάποια χαρακτηριστικά, άτακτα και με τυχαία σειρά, που μου φαίνονται αξιοσημείωτα και διαφοροποιούν τον περσινό Δεκέμβρη από οτιδήποτε άλλο έχουμε δει:

1.Το γεγονός: 15χρονο παιδί δολοφονείται από όργανο της τάξης, ή αλλιώς κρατικό εντεταλμένο για την διασφάλιση της τάξης. Δεν ήταν η πρώτη φορά, ούτε ίσως και η τελευταία. Το γεγονός χαρακτηρίστηκε από το κράτος “μεμονωμένο περιστατικό” προκαλώντας τη μήνι χιλιάδων ανθρώπων. Το μεμονωμένο δεν το σχολιάζω, μοναδικό πάντως είναι σίγουρα αν συνυπολογίσουμε δύο ποιοτικά χαρακτηριστικά του εν λόγω εγκλήματος. Το πρώτο είναι η ιδιότητα του θύματος: από τις ελάχιστες φορές, για να μην πω η μόνη, που το νεαρό της ηλικίας συμβαδίζει και με Έλληνα καλής (μεγαλο;)αστικής οικογενείας. Συνήθως τα θύματα της αστυνομίας προέρχονται από περιθωριακές ομάδες είτε εθνικές/εθνοτικές, (μετανάστες, τσιγγάνοι) είτε κοινωνικές (ναρκομανείς, άστεγοι κλπ), ομάδες δλδ στις οποίες κατατάσσουμε τους πολίτες β' κατηγορίας. Υπήρξαν φυσικά και δολοφονίες Ελλήνων καθόλου δεύτερης κατηγορίας (βλ. Καλτεζάς, Τεμπονέρας κλπ), εδώ όμως ερχόμαστε στην δεύτερη ποιοτική διαφορά της περίπτωσης Γρηγορόπουλου που έγκειται στο ότι η πράξη τελείται εν κενώ. Εκτός δλδ οποιουδήποτε πολιτικού ή κοινωνικού πλαισίου. Σε κάθε άλλη περίπτωση προϋπάρχει υποχρεωτικά κάποιας μορφής αντιπαράθεση, είτε πρόκειται για οργανωμένη πορεία, είτε για κοινωνική αναταραχή, είτε για οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ αστυνομίας και πολιτών. Ποτέ όμως δεν είχαμε παρόμοια κατάληξη Σάββατο βράδυ, σε μπαρότσαρκα, με μαθητές, φοιτητές και περίοικους που πίναν μπύρες στο κέντρο της Αθήνας, χωρίς να προηγηθεί σύγκρουση, η οποία, έστω και λειψά, να εξηγεί τον βρασμό ψυχής του θύτη (εκτός αν θεωρήσουμε σύγκρουση την ανταλλαγή υβριστικών συνθημάτων μεταξύ της πιτσιρικαρίας και των μπάτσων). Αυτή η παντελής απουσία συνεκτικού πλαισίου μεταξύ των συνθηκών τέλεσης της πράξης και της πράξης καθεαυτήν, η απουσία αιτίου-αιτιατού, κάνει την υπόθεση Γρηγορόπουλου μοναδική.

2.Η έκρηξη: η δεύτερη σκέψη που μου έρχεται στο μυαλό είναι η αναντιστοιχία γεγονότος και αντίδρασης. Σε λίγες μόνο ώρες στρατιές ανθρώπων ξεχύθηκαν στους δρόμους για να ενσαρκώσουν, ειρηνικά ή βίαια, το μεγαλύτερο κύμα αντίδρασης από την εποχή της μεταπολίτευσης. Τι πυροδότησε αυτη την έκρηξη; Η αμεσότητα της αντίδρασης αλλά και η καθολικότητά της, (όχι μόνο σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας αλλά και σε πολλές του εξωτερικού) δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας. Μια κοινωνία που συχνά χαρακτηρίζαμε εν υπνώσει (βλ. αφασία στα αλεπάλληλα σκάνδαλα, στις πυρκαγιές, στην οικονομική δυσπραγία), ξύπνησε μονομιάς σαν έτοιμη από καιρό. Εκτός ελέγχου, με τόσο μένος, τόση ένταση και βία, που ξεπέρασε τη φαντασία και του πιο ευφάνταστου παρατηρητή. Η απήχηση δε των διαδηλώσεων ξεπέρασε τα στενά όρια της Ελλάδας και απασχόλησε όχι μόνο διεθνή ΜΜΕ αλλά και σύσσωμη την κοινή γνώμη. Για να αναφερθώ στην μικρή μου εμπειρία, δεν υπήρξε άνθρωπος στο Παρίσι που να μη ρωτάει καθημερινά για τις εξελίξεις, να μην ενδιαφέρεται και να μην συμπάσχει. Για πρώτη φορά η λέξη Έλληνας στο εξωτερικό έγινε μονοσήμαντη και ήγειρε αποκλειστικά αναφορές στα Δεκεμβριανά.

3.Η κοινωνιολογία της βίας: Τι χαρακτηριστικά είχαν αυτές οι πορείες;

Καταρχάς μαζικότητα και αυθορμητισμό. Η εξέγερση δεν αποκρίθηκε στο κάλεσμα κάποιου πολιτικού κόμματος ούτε κοινωνικού φορέα. Οι διαδηλωτές συσπειρώθηκαν εντελώς αυθόρμητα και με υποτυπώδη αυτοοργανωση μέσω ΣΜΣ και διαδικτύου. Με πρωτοστάτες τους μαθητές, η συμμετοχή ήταν τόσο μεγάλη, που υποχρέωσε, λόγω του αριθμού και μόνο, την κοινωνία να ασχοληθεί μαζί τους και να μην τους γυρίσει για άλλη μια φορά την πλάτη.

Δεύτερον, βία. Η βία αποτελεί συστατικό γνώρισμα του περσινού Δεκέμβρη. Όχι από τους γνωστούς αγνώστους, ούτε από μια ομάδα αναρχικών, αλλά από μια σημαντική μερίδα των διαδηλωτών. Όχι την πλειοψηφούσα, ούτε την κυρίαρχη, αλλά σίγουρα μεγάλη και απολαμβάνουσα σε μεγάλο βαθμό την ανοχή και των συμμετεχόντων αλλά και μεγάλης μερίδας της κοινωνίας. Πριν ξεσπάσει η πλειοδοσία των καναλιών σε δημαγωγία για τους “μεροκαματιάρηδες που βλέπουν τις περιουσίες τους να καταστρέφονται”, δεν είδα και κανέναν ολοφυρμό για τις σπασμένες τράπεζες, τα Μc Donalds και τα εμπορικά κέντρα. Ίσα ίσα, τα “μεταδεκεμβριανά” γκράφιτι στους τοίχους του Παρισιού έγραφαν « comme en Grèce brulons toutes les banques » και τα πανό στις πορείες «Grèce générale », λογοπαίγνιο με το σύνηθες «Grève générale ».

Τρίτον, διάσπαρτος πανικός των ΜΜΕ και της πλειοψηφίας των κοινοβουλευτικών κομμάτων με συνακόλουθη, επαναλαμβανόμενη καταδίκη της βίας σε όλες της τις μορφές. Κι αυτή την καραμέλα την πιπίλαγε μέχρι και το βασιλικότερο του βασιλέως ΚΚΕ, λες κι αυτή η καταδίκη μάς βοηθάει να κατανοήσουμε το φαινόμενο ή δικαιολογείται ως αριστερή άποψη. Από πότε η Αριστερά ενσωματώνει την δεξιά αντίληψη περί εξίσωσης της βίας είτε αυτή είναι κρατική, επαναστατική, αντιστασιακή, ψυχολογική, πώς τσουβαλιάζει αλόγιστα τόσο διαφορετικές αλλά και αντιφατικές μεταξύ τους ενέργειες κάτω από την ίδια ταμπέλα και πώς καταδικάζει ελαφρά τη καρδία το κύριο μέσο κάθε επανάστασης; Αυτά για να μείνω στα προφανή. Γιατί πίσω από τις γραμμές, άλλη ανάγνωση προκύπτει. Το τόσο βολικό και εύπεπτο “καταδικάζουμε τη βία απ'όπου κι αν προέρχεται” δεν είναι τελικά ούτε τόσο αθώο ούτε τόσο κενό περιεχομένου όσο ακούγεται στην αρχή. Είναι η ουσιαστική εξίσωση της δολοφονίας ενός παιδιού με τη σπασμένη βιτρίνα ενός μαγαζιού. Αυτές τις δύο μορφές βίας, λοιπόν, ο δυτικός πολιτισμός έμαθε να μην τις καταδικάζει εξίσου και να μην τις ταυτίζει ασκώντας πολιτική ίσων αποστάσεων. Γι'αυτό και δεν τις τιμωρεί και εξίσου. Αν ο λαϊκισμός της πλειοψηφίας των κοινοβουλευτικών κομμάτων δεν έχει όρια, οι αξίες με τις οποίες μεγαλώσαμε έχουν, και πολύ διακριτά μάλιστα.

Και εδώ δεν μπορώ να μην αναφερθώ στον Σύριζα ως το μόνο κόμμα που, προς τιμήν του, δεν έσπευσε να πλειοδοτήσει σε υποκρισία και συντηρητισμό, παρά μίλησε για ανάγκη ερμηνείας του ξεσπάσματος, κάτι που δεν έχουμε δει ακόμα. Αν δεν θεωρήσουμε ότι ξαφνικά μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα ανθρώπων αλλοφρόνησε κι άρχισε να τα σπάει, καλό είναι, αντί να σηκώνουμε διδακτικά το δάχτυλο και να κουνάμε με αποτροπιασμό το κεφάλι, να ασχοληθούμε με την ερμηνεία ενός φαινομένου που πέρσι τέτοιον καιρό πήρε διαστάσεις χιονοστιβάδας.

Τέταρτον, απουσία αιτημάτων από την πλευρά των διαδηλωτών. Πέρα από το αναμενόμενο αντιμπατσικό κλίμα και την επικαιροποίηση του “μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι” (σύνθημα το οποίο οικειοποιήθηκε η νέα γενιά σε άπειρες παραλλαγές, π.χ. “το πιο ωραίο φρούτο είναι το πεπόνι, μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι”), δεν διατυπώθηκαν συγκεκριμένα αιτήματα, ούτε υπήρξε κάποια διεκδίκηση. Η όλη εξέγερση έβγαζε μένος όχι μόνο “κατά παντός υπευθύνου” για τη δολοφονία, αλλά και εναντίον του συστήματος, της κοινωνίας, κανενός και των πάντων. Ίσως γι'αυτό να έσβησε όσο γρήγορα άναψε.

Και μετά; Μετά δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Δεν μπορώ να ξέρω αν η 6η Δεκεμβρίου θα καταστεί επέτειος που θα ανανοηματοδοτεί κάθε φορά το περιεχόμενό της ανάλογα με τις ανάγκες κάθε εποχής, όπως γίνεται με το Πολυτεχνείο, ή αν θα μείνει “ανάμνηση παλιά, κίτρινο γράμμα στο συρτάρι”. Αυτό για το οποίο είμαι πεπεισμένη είναι ότι ο Δεκέμβρης του 2008, ως ημερομηνία-σταθμός και σημείο αναφοράς, θα αποτελέσει τη συμβολική και ιδεολογική παρακαταθήκη της γενιάς που τώρα ενηλικιώνεται και δεν ξέρουμε ακόμα αν και πόσο θα μας εκπλήξει...