28 Ιαν 2009

Nuri Bilge Ceylan: η τουρκική μοναξιά


Ξεκαθαρίζω εξαρχής ότι δεν σας προτρέπω να δείτε τους Τρεις πιθήκους (εδώ μερικές πληροφορίες) - και αποποιούμαι κάθε ευθύνης σε περίπτωση ομαδικής αυτοκτονίας κινηματογραφόφιλων! Η ταινία είναι εξαιρετική, αλλά δεν μπορώ να πω ότι διασκέδασα παρακολουθώντας τη. Αν δεν αντέχετε την καταθλιπτική ατμόσφαιρα και τις μακριές σιωπές, καλύτερα αφήστε το...


Δεν είναι ότι γενικά μου αρέσουν οι ταινίες όπου επικρατεί η σιωπή. Το Αυγό (Yumurta), για παράδειγμα, περσινή τουρκική ταινία που η κριτική είχε εκθειάσει, δεν μου άρεσε καθόλου. Μου φαίνεται ότι δεν έλεγε απολύτως τίποτα: ο σκηνοθέτης (Semih Kaplanoğlu) μάλλον νόμιζε ότι έκανε καλλιτεχνική ταινία επειδή οι ήρωες δεν μιλούσαν και φαίνονταν να αντιμετωπίζουν «αδιέξοδα»... Α, κι επειδή έκανε ζουμ στο ποτήρι με το τσάι, για να ακούσουμε τον πρωταγωνιστή να το αναδεύει αργά αργά... Δεν θεωρώ λοιπόν ότι μουντάδα, κατάθλιψη και σιωπή εγγυώνται υψηλού επιπέδου ταινία.

Ωστόσο, στους Τρεις πιθήκους (Üç maymun) του Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν η σιωπή λέει κάτι. Οι τρεις βασικοί χαρακτήρες της ταινίας (πατέρας, μητέρα, γιος) ελάχιστα μιλάνε μεταξύ τους. Δεν μοιράζονται τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους ούτε σχετικά με το νεκρό τέταρτο μέλος της οικογένειας. Ακόμα κι όταν αναλαμβάνουν (ή προσπαθούν να αναλάβουν) πρωτοβουλίες για το κοινό τους συμφέρον ή για τη σωτηρία ενός άλλου μέλους της οικογένειας, αυτό γίνεται σιωπηρά: τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας δεν ενημερώνονται καν. Ενώ τα εκάστοτε προβλήματα της οικογένειας αφορούν και τα τρία μέλη της, δεν μοιράζονται την αγωνία τους: ο καθένας μόνος του υπομένει το βάρος του προβλήματος και μόνος του επιχειρεί να το λύσει.

Ο Τούρκος κριτικός κινηματογράφου (και λογοτέχνης και πολλά άλλα) Fatih Özgüven σωστά παρατηρεί (εδώ το άρθρο του) ότι το θέμα και οι χαρακτήρες των Τριών πιθήκων έχουν κάτι το οικουμενικό. Πέρα από αυτό όμως, όπως επίσης παρατηρεί, η ταινία δίνει με υπέροχο τρόπο την «εσωτερικευμένη μοναξιά» της Τουρκίας.

Η τουρκική οικογένεια χαρακτηρίζεται πραγματικά από μια ουσιαστική μοναξιά των μελών της, τα οποία, όπως στην ταινία, όσο κι αν συνδέονται από ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης, αποφεύγουν να επικοινωνούν. Τα συναισθήματα, θετικά ή αρνητικά, οποιοδήποτε πρόβλημα ή σύμπλεγμα, δεν εκφράζεται καθόλου εύκολα από τους Τούρκους στις οικογένειές τους (ούτε και στους φίλους τους). Σίγουρα αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Τουρκία, αλλά η περίπτωσή της είναι αναμφίβολα χαρακτηριστική κι η μοναξιά των Τούρκων εμφανής.

Ένα άλλο στοιχείο που προβάλλει η ταινία κι είναι χαρακτηριστικό της Τουρκίας είναι αυτό της εσωτερικευμένης αισθησης της ιεραρχίας, τόσο μέσα στην οικογένεια όσο και στην κοινωνία. Αυτή (τουλάχιστον στις αστικές οικογένειες) δεν εκφράζεται συνήθως με τη δεσποτική συμπεριφορά ενός πατέρα-αφέντη, αλλά με τον (μέχρι υπερβολής) σεβασμό στους μεγαλύτερους, στους πιο μορφωμένους ή στους πιο πλούσιους. Ο κύκλος που κάνει η ταινία είναι εξαιρετικός: στην αρχή της ταινίας ο πατέρας αναλαμβάνει την ευθύνη για κάτι που δεν έκανε και πηγαίνει στη φυλακή στη θέση του αφεντικού του, που σκότωσε έναν πεζό με το αυτοκίνητό του. Στο τέλος της ταινίας, προτείνει την ίδια διευθέτηση (με το ίδιο επιχείρημα της οικονομικής εξασφάλισης) σε κάποιον που βρίσκεται σε χειρότερη οικονομική κατάσταση από τον ίδιο και μπορεί να θεωρηθεί κοινωνικά κατώτερος.

Πάντως πραγματικά η ταινία δεν εντάσσεται σε κάποιον κοινωνικό ρεαλισμό και δίνει μια οικουμενική διάσταση στο θέμα της. Αν η μοναξιά και η αίσθηση της ιεραρχίας, αιτίες μιας βαθιάς κατάθλιψης στην τουρκική κοινωνία, προκαλούν ένα αίσθημα ασφυξίας σ’όποιον έχει ζήσει σ’αυτή τη χώρα, όταν γίνονται τέχνη το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό. Αυτό φαινόταν και στις προηγούμενες ταινίες του Τζεϊλάν (μερικές από τις γνωστότερες: Mayıs Sıkıntısı, Uzak / Μακριά και İklimler / Κλίματα αγάπης). Απαντάται επίσης στην τουρκική λογοτεχνία, για παράδειγμα στο έργο του Oğuz Atay (εδώ μερικές πληροφορίες στα αγγλικά), που δυστυχώς δεν έχει μεταφραστεί σε καμία ξένη γλώσσα. Αν τέχνη είναι να παίρνεις το ειδικό και να το μετουσιώνεις σε οικουμενικό, τότε σίγουρα αυτοί οι δύο Τούρκοι είναι σπουδαίοι καλλιτέχνες.


Για την ταινία Τρεις πίθηκοι ο Τζεϊλάν (εδώ κάποιες πληροφορίες γι'αυτόν στα αγγλικά) έλαβε το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Κανών το 2008. Όταν παρέλεβε το βραβείο, το αφιέρωσε στη "μόνη και όμορφη χώρα" του. Ο Τζεϊλάν είναι επίσης και φωτογράφος - μπορείτε να δείτε τις φωτογραφίες του στην ιστοσελίδα του.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

κ2,
σε ταινιες που παρουσιαζουν μια τοσο διαφορετικη κουλτουρα παντα υπαρχουν σημεια τυφλα. τι θα μπορουσα να ξερω για την τουρκικη μοναξια? ή για οσα αναφερει ο Fatih Özgüven ?

αυτες οι πληροφοριες προσθετουν στο στιβαρο κομματι της ταινιας..η κοιλια τί να κανουμε? Στην επομενη μπορει ...και να την εχει ριξει :-)

(θα του προτεινω διαιτα με κουπεπκια που ειναι και θρεπτικα )

k2 είπε...

@mon double
Αυτό είναι και το ωραίο της ταινίας: ο Τζεϊλάν καταφέρνει να δει και να αποδώσει πολύ ξεκάθαρα την κουλτούρα του (πράγμα καθόλου αυτονόητο για την κουλτούρα την οποία έχει συνηθίσει ο καθένας μας). Ε, κι αν δεν καταλαβαίνουμε και τα πάντα, η ομορφιά της ταινίας μένει...
Δίαιτα με κουπέπκια, ε; :) άλλη πολιτισμική πληροφορία: στην Τουρκία τα κουπέπκια (σαρμαδάκια) σερβίρονται με γιαούρτι :)
(à propos ο ενικός των κουπεπκιών είναι το κουπέπι.)