8 Οκτ 2012

Κωνσταντινούπολη 2004-Αθήνα 2012


Με αφορμή τις αυριανές απαγορεύσεις συνάθροισης, θυμήθηκα ένα παλιό άρθρο (του 2004), όπου περιγράφω την ατμόσφαιρα στην Κωνσταντινούπολη εν όψει της τότε Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ. Οποιαδήποτε ομοιότητα με την Αθηνα του 2012 δεν είναι καθόλου συμπτωματική. Για το αρχείο να σημειωθεί ότι παρά τις απέλπιδες προσπάθειες μας, δεν καταφέραμε με το κ2 να φτάσουμε στην πορεία.



Μια Πόλη φάντασμα, με μνήμες αλλοτινές. Εν μια νυκτί, δρόμοι κλειστοί, απαγόρευση κυκλοφορίας, αστυνομικά μπλόκα, κανένα όχημα, ελάχιστοι πεζοί, μόνο περιπολικά, πολεμικά πλοία σε παράταξη, πολεμικά αεροπλάνα και ελικόπτερα σε επιφυλακή, ελεύθεροι σκοπευτές, μικρά στρατόπεδα συγκέντρωσης, χωρίς πρόσβαση, χωρίς διέξοδο. Νεκρική σιγή. Φόβος, απορία, σάστισμα, έκπληξη, αιφνιδιασμός στα πρόσωπα των λιγοστών ανθρώπων. 

Μέρες αδέσποτες, αίσθηση δυσάρεστης αναμονής. Τίνος πράγματος; Δεν είναι πραξικόπημα, δεν ξανάρχονται οι Γερμανοί, δεν είναι ταινία επιστημονικής φαντασίας, ούτε βίαιη ανατροπή της εξουσίας. Είναι η εξουσία. Η νέα μορφή παγκοσμιοποιημένης εξουσίας. Μέρες Κωνσταντινούπολης στη Σύνοδο Κορυφής το ΝΑΤΟ. 

Κι ενώ η Πόλη κοιτάζει τρομαγμένα πίσω από τις γρίλιες, αναμένοντας το αναπόφευκτο κακό, την τρομοκρατική επίθεση, τον πυρηνικό όλεθρο, τους βομβιστές, τα τανκς, τον καύσωνα (όλα σε περιτύλιγμα πολυτελείας από τα ΜΜΕ), οι 26 ηγέτες κυκλοφορούν με τα καλά τους στους άδειους δρόμους, διαβάζοντας τα "αυθόρμητα" συνθήματα που έχουν αναρτηθεί απανταχού της Πόλης "Welcome to Istanbul". Ο Τούρκος πρωθυπουργός αναφέρεται στην ιστορική τουρκική φιλοξενία, που απλόχερα απολαμβάνουν οι καλεσμένοι του. Την ίδια στιγμή ο πλανητάρχης εκφωνεί λόγο στο πανεπιστήμιο του Galatasaray, εκθειάζοντας την αξία της ελευθερίας και της δημοκρατίας, ενώ τα πολεμικά ελικόπτερα πετάνε πάνω από τα κεφάλια του "ελεύθερου κόσμου" και τα αστυνομικά μπλόκα μου κάνουν τρεις φορές σωματικό έλεγχο (άπαξ ανά 50 μέτρα) μέχρι να φτάσω στο μπακάλικο της γειτονιάς μου. Κάθε φορά ρωτάω ευγενικά τι συμβαίνει, για να λάβω, εξίσου ευγενικά, την ίδια απάντηση: "Μα δε βλέπετε τι γίνεται; Τόσες επιθέσεις, τόσοι τρομοκράτες μ' αυτή τη Σύνοδο. Αντί να περιμένετε σπίτια σας να περάσει, κυκλοφορείτε σα να μη συμβαίνει τίποτα και ταλαιπωρείστε κι εσείς κι εμείς". Ομολογώ ότι δεν το είχα αξιολογήσει έτσι. Είμαι πράγματι ελεύθερη, σχεδόν αναγκασμένη να πιστέψω στην αξία του τρόμου, είμαι ελεύθερη να πανικοβληθώ με τους τρομοκράτες που ζουν ανάμεσά μας, ελεύθερη να κλειστώ σπίτι μου και να δω στην τηλεόραση πώς θα ήταν η ζωή μου αν υπήρχε, και φυσικά απολύτως ελεύθερη να παραδώσω, βίαια σχεδόν, και την τελευταία ρανίδα αξιοπρέπειας σε δημοκρατικούς καιρούς, στα ιδρωμένα χέρια του οργάνου της τάξης, που καίγεται κάτω από τον μεσογειακό ήλιο, πλην όμως παράγει περήφανα έργο. Μέρες παρωδίας... 

Πολλά μπορούν να ειπωθούν σε σχέση με το πιο πάνω θέατρο του παραλόγου. Ας σταθούμε ωστόσο, χάριν οικονομίας, σε δυο πολύ σημαντικά ζητήματα. Πρώτον, στη στάση της εξουσίας με αφορμή ανάλογες συνόδους, και δεύτερον την αντίδραση των πολιτών. Ως προς την ηγεσία, σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι εμφανής η αποξένωσή της από τον κόσμο. Απόδειξη οι εικόνες της Συνόδου που έκαναν το γύρο του κόσμου προβεβλημένες ως κάτι σχεδόν τετριμμένο: μια αίσθηση ερήμου παντού, ηγέτες φερμένοι από το πουθενά, συνεδριάζουν, διασκεδάζουν, αποφασίζουν με βάση το πρωτόκολλο σε άδειες πόλεις, φροντίζοντας πολύ προσεκτικά να μην έρθουν σε επαφή με καμία καθημερινότητα, κανένα φυσιολογικό ρυθμό ζωής, και κυρίως καμία μορφή ανθρώπινης αντίδρασης. Θεωρώντας προφανώς δεδομένη όχι μόνο τη μη αντίδραση του κόσμου, αλλά και την a priori αποδοχή των όποιων αποφάσεων χάραξης πολιτικής, οι ηγεσίες λαμβάνουν ανερυθρίαστα βαθιά αντιδημοκρατικά μέτρα, τόσο πρακτικά (καταστολή αντιδράσεων κατά τη διάρκεια της Συνόδου), όσο και ουσιαστικά, ως προς τις πολιτικές αποφάσεις του ίδιου του οργανισμού. Η a priori νομιμοποίηση που θεωρούν ότι απολαμβάνουν βασίζεται στους εξής μηχανισμούς: καταρχάς στην εκ βάθρων διαστρέβλωση καθολικά αποδεκτών όρων (δημοκρατία/ελευθερία κλπ), και, δεύτερον, στη λαϊκιστική παραπλάνηση του κόσμου ως προς την αδήριτη ανάγκη εφαρμογής συγκεκριμένων ιμπεριαλιστικών πολιτικών, απευθυνόμενοι βασικά στο θυμικό και όχι στην λογική του. 

Το ζήτημα επαναπροσδιορισμού όρων θετικών par excellence, άρα και καθολικά αποδεκτών, έγκειται στον εντελώς αυθαίρετο καθορισμό τους από μεσσιανικούς ηγέτες τύπου Μπους. Ο ψυχολογικός μηχανισμός είναι απλός: στην υπεραπλουστευτική λογική τέτοιου είδους, το τρίπτυχο Δημοκρατία - Ελευθερία - Πολιτισμένος κόσμος είναι εξ ορισμού "καλό". Ανεξάρτητα από το πώς θα ορίζεται το περιεχόμενό τους, οι έννοιες αυτές συνεχίζουν να παραπέμπουν σε κάτι γενικά και αόριστα "καλό και θετικό". Στη λογική της τρομοϋστερίας και της χυδαίας απλοποίησης των πάντων, η όποια ιδεολογία ή πολιτική νομιμοποιείται αυτόματα και καθαγιάζεται στη συνέχεια, όσο ιμπεριαλιστική, ξενοφοβική, ρατσιστική ή φανατική και αν είναι, στο όνομα της δημοκρατίας. Έχοντας λοιπόν αυθαίρετα ορίσει το περιεχόμενο αυτών των όρων, και κατ'επέκταση εαυτούς ως φορείς τους, ως το "απόλυτο καλό", η αντιπαραβολή πρέπει να γίνει αντίστοιχα με το απόλυτο κακό, δηλαδή τους απολίτιστους αλλόθρησκους / βάρβαρους / αδαείς ή οτιδήποτε άλλο μας αρέσει. Η ρητορική δεν είναι καινούρια και μάλλον δεν βασίζεται καν σε πολιτικούς, αλλά σε ηθικούς/ηθικολογικούς όρους. Όλο το σενάριο ελάχιστα διαφέρει ουσιαστικά από την "αποστολή εκπολιτισμού" των αποικιοκρατικών δυνάμεων, που βασιζόταν στον χυδαίο διαχωρισμό οριενταλιστικού τύπου "εμείς και οι βάρβαροι". "Εμείς" ξέρουμε τι είναι καλό / ηθικό / ωφέλιμο, και προσπαθούμε να το επιβάλουμε με όποιον τρόπο στη βάρβαρη ανατολή. Εστιάζω πάλι στην ηθική διάσταση του ζητήματος, η οποία συνήθως αποπροσανατολίζει από την αντίστοιχη πολιτική και οδηγεί τεχνητά σε λογικά αδιέξοδα. 

Αυτό όμως δεν αρκεί, ακριβώς γιατί δεν ζούμε πλέον στην εποχή της παραδοσιακής αποικιοκρατίας. Ο κόσμος δεν πρέπει μόνο να πειστεί για το "δίκαιο του αγώνα", αλλά και να στηρίζει ενεργά αυτή την πολιτική. Ο μοναδικός τρόπος να επιτευχθεί μια τέτοια ευρεία συναίνεση, αλλά και ανέξοδη καταστολή μεγάλου μέρους αντίδρασης, είναι η εξίσου κλασική προσφυγή στην κινδυνολογία, τον συναισθηματικό φανατισμό, η επίκληση του πιο βασικού ενστίκτου: της αυτοσυντήρησης. Γιατί αυτό; Γιατί κινδυνεύουμε! Οι τρομοκρατικές επιθέσεις, οι βομβιστικές ενέργειες, οποιαδήποτε υπόνοια αταξίας ή ταραχής, τροφοδοτεί τη ρητορική του κινδύνου, αλλά και νομιμοποιεί τα αντιδημοκρατικά μέτρα που λαμβάνονται σε ευρεία κλίμακα, τον αυξανόμενο περιορισμό των ατομικών ελευθεριών, τη συρρίκνωση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Όλοι κινδυνεύουμε, ο καθένας ξεχωριστά, και όλοι μαζί σε συλλογικό επίπεδο. Η παντελής αδυναμία μας να αντιδράσουμε μεμονωμένα, να προστατευθούμε, να συνεχίσουμε να ζούμε φυσιολογικά, επιβάλλει και πυροδοτεί την απόλυτη καταστολή, τον επεκτατισμό, τον φαύλο κύκλο του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας. Η παγκόσμια ασφάλεια ανάγεται σε απόλυτη αξία, στο βωμό της οποίας σφαγιάζεται η ελευθερία και κατακρεουργείται η σκέψη. Η καθοριστική συμβολή του "πολιτισμένου κόσμου" στην αστάθεια και την αναπαραγωγή του τρόμου φυσικά αποσιωπάται έντεχνα, γιατί η ασφάλειά μας είναι πολύ εύθραστη για να επιδέχεται κριτική η πολιτική που την διασφαλίζει. 

Παρά τον απλοϊκό και εντελώς λαϊκιστικό μηχανισμό της εξουσίας να νομιμοποιεί τεχνηέντως πολιτικές στη συνείδηση του κόσμου, η αντίσταση δεν φαίνεται πολύ ισχυρή. Κι εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο ζήτημα, αυτό της αντίδρασης της βάσης. Παρά τις πραγματικά φασιστικές μεθόδους πρόληψης της αντίδρασης με αφορμή την ασφάλεια στην Πόλη (τριήμερη απαγόρευση κυκλοφορίας, γκετοποίηση του κέντρου με αστυνομικά μπλόκα, διακοπή οποιασδήποτε συγκοινωνίας μεταξύ των δυο πλευρών του Βοσπόρου σε άτακτα χρονικά διαστήματα -- και όλα αυτά χωρίς καμία ειδοποίηση) η πλειονότητα του κόσμου μάλλον δεν αντέδρασε όπως θα φανταζόταν ο καλόπιστος παρατηρητής. Όταν τόλμησα να παραπονεθώ δημόσια για τα μέτρα ασφαλείας, που δεν μου επέτρεπαν όχι μόνο να φτάσω στην πορεία διαμαρτυρίας κατά του ΝΑΤΟ, αλλά ούτε καν να βγω από τα σύνορα της "Δημοκρατίας του Πέρα", φίλος Τούρκος μου αντέταξε ενοχλημένος: "Και τι είναι προτιμότερο, να διαμαρτύρεσαι εσύ ελεύθερα ή να θρηνούμε 300 θύματα από βομβιστική επίθεση;". Το επιχείρημα είναι καταλυτικό στη συνείδηση του πολίτη, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Η πλειοψηφία είναι πεπεισμένη ότι κινδυνεύει και δεν ενοχλείται να ενδώσει, προσωρινά όπως φροντίζουν να με καθησυχάσουν, στα πιο σκληρά αστυνομικά / στρατιωτικά μέτρα, με αντάλλαγμα το δικαίωμα να περιφέρεσαι νεκροζώντανος στις προβλεπόμενες ζώνες, αλλά τουλάχιστον όχι κλινικά νεκρός. Ο κόσμος αντιδρά ενστικτωδώς και θυμικά δίνοντας εύπεπτες απαντήσεις σε λανθασμένες ερωτήσεις. Αντί να αναρωτηθούμε τι προκαλεί την τρομοκρατία, σε τι αντιδρά ο κόσμος, αντί να θέσουμε το φαινόμενο στον πραγματικό του χωροχρόνο, στη σχέση δράσης-αντίδρασης της τρομοκρατίας με τον "πολιτισμένο κόσμο", την ανατροφοδότηση των δύο, και να προβούμε σε μια κριτική του συστήματος της βίας που ασκείται εκατέρωθεν, μας είναι πιο απλό να ταχθούμε στο πλευρό της "καλής" βίας, και να συνεχίσουμε να τροφοδοτούμε παθητικά τον φαύλο κύκλο. Η δική μας βία τουλάχιστον έχει καλό σκοπό. Υποβαλλόμενη λοιπόν στο ψευτοδίλημμα "ασφάλεια ή τρομοκρατία", η πλειονότητα της βάσης χάνει και την ουσία του θέματος, που είναι στην προκειμένη περίπτωση το ΝΑΤΟ και οι πολιτικές που ακολουθεί. Μέσα στην τρομοϋστερία λίγο ασχολούμαστε με τη σημασία του οργανισμού και τις αποφάσεις που πήρε στη διάρκεια της Συνόδου. 

Υπάρχει φυσικά και η μειοψηφία που αντιδρά. Οι λίγοι που θέλησαν να διαδηλώσουν κατά του ΝΑΤΟ, και οι ακόμα λιγότεροι που τα κατάφεραν, ελάχιστα μηνύματα αντίστασης μπόρεσαν να περάσουν. Η αλήθεια είναι ότι στην οργανωμένη πορεία αποφεύχθηκαν τα επεισόδια τόσο από τους διαδηλωτές όσο και από την αστυνομία. Ο Τούρκος πρωθυπουργός μάλιστα δήλωσε ικανοποιημένος για την μερίδα του κόσμου που εξέφρασε ειρηνικά και ελεύθερα την αντίθεσή της. Φαντάζομαι ότι αναφερόταν στους μόνιμους κατοίκους της περιοχής που γινόταν η πορεία, καθότι ήταν σχεδόν οι μόνοι που μπόρεσαν να φτάσουν μέχρι εκεί ανεμπόδιστοι από την γενική απαγόρευση κυκλοφορίας. Φαντάζομαι επίσης ότι είχε κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένος από τα μηνύματα που εξέπεμψε η πορεία: σύγχυση και γενικό πανηγύρι. Χρώματα, σημαίες, αόριστα συνθήματα, χορός και καθολική ευθυμία. Ισλαμιστές και τροτσκιστές, εθνικιστές και κομμουνιστές, Γκρίζοι Λύκοι και αριστεριστές πάσης φύσεως, ένα πολύχρωμο πλήθος όπως θα έλεγε πιο εκφραστικά ο Νέγκρι, φώναζε ο καθένας τα δικά του και όλοι μαζί κατά του Μπους. Καθόλου κακή παρουσία για διαδήλωση. Για ουσία όμως; Τι κοινό είχε όλο αυτό το ετερογενές πλήθος; Προφανώς τη δυσαρέσκεια. Και τι άλλο; Μάλλον τίποτα. 

Πόσο αποτελεσματικό είναι όμως ένα κοινό σημείο που ορίζεται μόνο αρνητικά; Ελάχιστα, φοβάμαι. Ακόμα και πολύ μεγαλύτερες, πολύ πιο μαζικές, οργανωμένες και ελπιδοφόρες διαδηλώσεις (μην ξεχνάμε τις τεράστιες αντιπολεμικές διαδηλώσεις απανταχού της γης τον Φεβρουάριο του 2003), δεν έφεραν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, γιατί πολύ απλά δεν τέθησαν ποτέ συγκροτημένοι στόχοι. Όλοι είμαστε κατά του πολέμου, όλοι φωνάξαμε γι'αυτό, αλλά ποια ήταν η εναλλακτική λύση που προτείναμε σε συλλογικό επίπεδο; Εκεί που σταματάει το πάθος της πορείας, συνεχίζεται η γνωστή και ελάχιστα διαφοροποιημένη καθημερινότητά μας. Το ίδιο επαναλήφθηκε σε μικρότερη διάσταση στην Πόλη. Όλοι ήταν κατά του ΝΑΤΟ, αλλά χωρίς συνέχεια, χωρίς κοινή εναλλακτική πρόταση, και γι'αυτό χωρίς ειρμό. 

Τι μπορεί να γίνει όμως για να αποκτήσει νόημα η αντίδραση, πού να αναζητηθεί η εναλλακτική πρόταση; Το μεγαλύτερο όπλο αυτής της παγκόσμιας εξουσίας σήμερα είναι ότι προτείνει μια ολοκληρωμένη θέση, όσο απλοϊκή, διάτρητη ή αδύναμη στην κριτική και να φαίνεται. Η αριστερά δεν έχει μέχρι σήμερα καταφέρει να συνθέσει μια σοβαρή εναλλακτική πρόταση τόσο στον νεοφιλελευθερισμό όσο και στις σοσιαλδημοκρατικές εκφάνσεις του, είτε γιατί ξοδεύεται σε μια ανούσια, παρελθοντολογική ρητορική, είτε γιατί παγιδεύεται στα επιμέρους. Δεν λείπουν σοβαρές αναλύσεις, κριτικές του υπάρχοντος ασφυκτικού συστήματος, φωνές διάσπαρτες. Η σύνθεση λείπει ενός σοβαρού όλου, οι νέοι "οργανικοί διανοούμενοι", άνθρωποι ικανοί να καταρτίσουν μια ολοκληρωμένη αντιπρόταση στον σημερινό παραλογισμό, και συγκροτημένα πια όχι μόνο να κρίνουν, αλλά κυρίως να διεκδικούν. Μόνο όταν η αντίδραση οριστεί και θετικά (όχι μόνο κατά της υπάρχουσας κατάστασης αλλά και υπέρ μιας άλλης), μόνο όταν το πολύχρωμο πλήθος πάψει να παραπέμπει σε μεμονωμένες ανθρώπινες κουκίδες αλλά σε συλλογικότητα, τότε μόνο ένας άλλος κόσμος θα είναι εφικτός.